Γκέοργκ Λούκατς (1952): Οι Καρλ Σμιτ, Ερνστ Γιούνγκερ και Ερνστ φον Ζάλομον στη μεταπολεμική Γερμανία
Σελίδες 838-47 από: Georg Lukacs, The Destruction of Reason, 1952
Καρλ Σμιτ, Ερνστ Γιούνγκερ και Ερνστ φον Ζάλομον στη μεταπολεμική Γερμανία
Στις παρατηρήσεις του σχετικά με μια ραδιοφωνική ομιλία του Καρλ Μάνχαϊμ {Karl Mannheim} [1] αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Σμιτ εξηγεί τον ρόλο του επί Χίτλερ τόσο «αθώα» που, σε όσους θέλουν να διαβάσουν προσεκτικά, φαίνεται ο κυνισμός του και ο μηδενισμός του, σαν ένα είδος φιλοσοφικού δικαιώματος στο ψέμα: «Έμενε λοιπόν η σοφή και δοκιμασμένη παράδοση της απομόνωσης στην ιδιωτική εσωτερικότητα, παρότι ήμασταν διατεθειμένοι σε έντιμη συνεργασία με το τότε νόμιμο καθεστώς». Ο Σμιτ έχει μάλιστα το θράσος να χαρακτηρίσει «επιπόλαια πνεύματα» όσους τολμούν να ασκήσουν κριτική στη στάση που είχαν απέναντι στο ναζισμό άνθρωποι σαν κι αυτόν. «Αν το μόνο που αξίζει είναι αυτό που βρίσκεται κάτω από τους προβολείς της δημόσιας σκηνής, και αν λάβουμε υπόψη ότι το γεγονός της εμφάνισης και μόνο πάνω στη σκηνή αυτή σημαίνει την πλήρη πνευματική υποταγή, τότε το επιστημονικό έργο των δώδεκα αυτών χρόνων δεν αξίζει ιδιαίτερη προσοχή» («ιδιαίτερη προσοχή» που δεν φεισθήκαμε στο βιβλίο αυτό για το «επιστημονικό έργο» του Καρλ Σμιτ επί Χίτλερ). Αυτό που γινόταν τότε στην εσωτερικότητα και στο μη γνώσιμο του Καρλ Σμιτ δεν μας το λέει φυσικά. Ο Σμιτ σηκώνει λίγο το πέπλο του μη γνώσιμου μόνο όμως ιστορικό γεγονός ότι τη στιγμή που οι Νιμέλερ {Niemoller} [2], Βίχερτ {Wiechert} [3], Νίκις {Niekisch} [4] κλπ. (για να μην αναφερθούμε σε κομμουνιστές) έλεγαν «όχι» στο ναζισμό, ο Σμιτ επεξεργαζόταν το άγραφο δίκαιο των εθνών που έμελλε να δικαιολογήσει τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών του 1934 και την εισβολή της Βέρμαχτ σε ουδέτερες χώρες.
Ο Σμιτ ξέρει ότι στην περίπτωσή του, το μη γνώσιμο αλά Κίρκεγκορ–Χάιντεγκερ δεν πείθει. Έτσι, προσφεύγει σε ένα ιστορικό μοντέλο και σε ένα μάρτυρα (τον Χομπς {Hobbes} [5], που θεωρεί σημαντικό: «Ο Χομπς αντίθετα, γράφει, το κατάλαβε καλά. Ύστερα από έναν αιώνα θεολογικών ερίδων και ευρωπαϊκών εμφυλίων πολέμων, η απελπισία του είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή του Ζαν Μποντέν {Jean Bodin}. Ο Χομπς ανήκει στους μεγάλους μοναχικούς άνδρες του 17ου αιώνα που γνωρίζονταν μεταξύ τους. Κατάλαβε όχι μόνο την πολύμορφη σημασία του σύγχρονου Λεβάθιαν, αλλά επίσης και τον τρόπο να συνδιαλλαγή μαζί του, καθώς και τη συμπεριφορά που αρμόζει σε ένα άτομο που σκέφτεται ανεξάρτητα όταν έρχεται σε επαφή με ένα τόσο επικίνδυνο θέμα. Σκέφτηκε, μίλησε, έγραψε πάνω σε αυτά τα επικίνδυνα θέματα με μια ελευθερία πνεύματος ανυποχώρητη και πάντα κρυφά, είτε κυνηγημένος είτε σε διακριτική απομόνωση». Αυτό που ο Σμιτ παραλείπει να υπογραμμίσει είναι ότι ο Χομπς εκφράστηκε υπέρ αυτού που στην εποχή του ήταν προοδευτικό, ενώ ο Σμιτ εκφράζεται συνεχώς υπέρ της πιο ακραίας αντίδρασης. Όμως υπάρχει και κάτι άλλο σε αυτή την αναλογία: η ομολογία του Σμιτ ότι συνεχίζει να είναι στρατευμένος στη δεξιά πτέρυγα της αντίδρασης. Η σκέψη του είναι η εξής: όπως δεν ενδιέφερε τον Χομπς αν η διάλυση του φεουδαλισμού και η συγκρότηση ενός σύγχρονου, αστικού, συγκεντρωτικού κράτους ήταν έργο των Στιούαρτ ή του Κρόμγουελ, έτσι δεν ενδιέφερε και τον Σμιτ αν η απερίφραστη δικτατορία του μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι έργο του Χίτλερ, του Αϊζενχάουερ ή ενός μελλοντικού αναγεννημένου γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Για το λόγο αυτό, ο Σμιτ συνοψίζει την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών εξίσου λακωνικά με τον τρόπο που περιέγραψε την εξωτερική πολιτική της χιτλερικής Γερμανίας. Αποδεικνύει ότι για τις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, το δίλημμα «απομονωτισμός ή επεμβατισμός» είναι αναπόφευκτο: «Οι αντιφάσεις προέρχονται από τα άλυτα προβλήματα που θέτει η επέκταση ενός χώρου, και από αυτό συνεπάγεται η πιεστική ανάγκη είτε να περάσουμε σε μεγάλα γεωγραφικά σύνολα που θα συνυπάρχουν με άλλα δίπλα τους είτε να μετατρέψουμε τον πόλεμο σύμφωνα με το μέχρι τώρα διεθνές δίκαιο σε παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο». Υπό αυτό το πρίσμα, ο Καρλ Σμιτ δημοσιεύει σήμερα παλιά και νέα δοκίμια για τον ανέκαθεν αγαπημένο του Δονόσο Κορτές {Donoso Cortes} [6]. Ποια είναι η ουσία; Ο ανταγωνισμός μεταξύ μαρξισμού και αστικής ιδεολογίας: ο μαρξισμός έχει κατανοήσει στο σύνολό της την ιστορική εξέλιξη από το 1848 μέχρι σήμερα, αλλά η αστική ιδεολογία δεν κατανόησε το μαρξισμό. Ο Σμιτ αναφέρει σχετικά τα εξής: «Στη συνείδηση της συνέχειας υπάρχει μια αξιοσημείωτη ανωτερότητα και μάλιστα ένα μονοπώλιο των κομμουνιστών ιστορικών πάνω στους υπόλοιπους, που δεν κατανοούν τα γεγονότα του ’48 και γι’ αυτή την ανικανότητά τους χάνουν το δικαίωμα να σκιαγραφήσουν το σήμερα. Η αμηχανία του αστού ιστορικού είναι τεράστια: από τη μια αποδοκιμάζει τη συντριβή της επανάστασης, γιατί δεν θέλει να είναι αντιδραστικός, και από την άλλη χαιρετίζει με ικανοποίηση την αποκατάσταση της ηρεμίας και της ασφάλειας σαν νίκη της Τάξης». Σύμφωνα με τον Σμιτ, πρέπει να σπάσει αυτό το μαρξιστικό μονοπώλιο και να έρθουν στο φως «μη σοσιαλιστικές συνέχειες», δηλ. η χρυσή βίβλος των αντεπαναστάσεων, των παραδόσεών τους και των επιτυχιών τους. Ο καταλληλότερος ιδεολόγος για να φέρει στο φως αυτή τη συνέχεια είναι ο Δονόσο Κορτές: «Το σημαντικό είναι να αναγνωρίσουμε ότι η ψευδο-θρησκεία του απόλυτου ουμανισμού ανοίγει το δρόμο στην απάνθρωπη τρομοκρατία. Αυτό ήταν μια διαίσθηση καινούργια, βαθύτερη από όλες τις μεγαλόστομες διακηρύξεις που έχει κάνει ο Ζοζέφ ντε Μεστρ {Joseph de Maistre} [7] πάνω στην επανάσταση, τον πόλεμο και το αίμα. Σε σχέση με τον Ισπανό, που κοιτάζει βαθιά στο χάος του τρόμου του 1848, ο ντε Μεστρ δεν είναι παρά ένας αριστοκράτης της Παλινόρθωσης, της μοναρχίας προ του 1789, που συνεχίζει και εμβαθύνει τον 18ο αιώνα». Και ο Σμιτ συμπεραίνει ότι «το μονοπώλιο και η ερμηνεία του αιώνα προϋποθέτουν κάτι εξαιρετικά σημαντικό: την ιστορική νομιμότητα της εκ των πραγμάτων δύναμης, το δικαίωμα στη βία και στην άφεση που δίνεται στο Πνεύμα του κόσμου για όλα τα εγκλήματα που έχουν γίνει στο όνομά του».
Ο Δονόσο Κορτές γίνεται έτσι ο πρόγονος μιας οποιασδήποτε μέλλουσας δικτατορίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού. «Η μεγάλη θεωρητική του σημασία για την ιστορία της αντεπαναστατικής θεωρίας είναι η εγκατάλειψη της επιχειρηματολογίας της προεπαναστατικής νομιμότητας και η συγκρότηση όχι πια μιας πολιτικής φιλοσοφίας της Παλινόρθωσης, αλλά μιας θεωρίας της δικτατορίας. Η προοπτική αυτή ενθουσιάζει τον Σμιτ σε τέτοιο βαθμό που, εγκαταλείποντας το μη γνώσιμό του, διακηρύσσει ανοιχτά αυτό που στα μάτια κάνει τον ήρωά του τόσο γοητευτικό: «Η περιφρόνησή του για τον άνθρωπο δεν έχει όρια. Η τυφλή του λογική, η αδύναμή του θέληση, η γελοία ορμή των σαρκικών επιθυμιών του, του φαίνονται τόσο αξιοθρήνητες που όλες οι λέξεις όλων των γλωσσών δεν αρκούν για να εκφράσουν όλη τη χαμέρπεια του πλάσματος αυτού». Αυτή η απανθρωπιά, που ο Σμιτ μοιράζεται με τους θιασώτες αρκετών τάσεων του παρελθόντος και του παρόντος, δείχνει ξεκάθαρα την κοινωνική της βάση: ο Σμιτ είναι εχθρός των μαζών και της «μαζικοποίησης» που είναι τυφλωμένη από το μίσος. Η κοινωνική δημαγωγία του Χίτλερ, η υποκρισία της οποίας σίγουρα δεν του διέφυγε, ήταν για τον Σμιτ, όπως και για τον Σπένγκλερ {Spengler} [8], τον Ερνστ Γιούνγκερ {Ernst Junger} και άλλους, τυφλωμένη από το μίσος, και ο ίδιος είναι υπερβολικά «δημοκράτης», υπερβολικά «πληβείος» (αυτή η δήθεν αντίθεσή του στο καθεστώς δεν τον εμπόδισε να υπηρετήσει τον Χίτλερ με όλες του τις πνευματικές δυνάμεις). Σήμερα, μετά την καταστροφή της κοινωνικής δημαγωγίας και την έμμεση απολογία, ο Καρλ Σμιτ ακολουθεί το νέο ρεύμα.
Αυτός ο κυνισμός της «μη γνώσιμης» σκέψης είναι πολύ διαδεδομένος ανάμεσα στους διανοούμενους της Δυτικής Γερμανίας. Φτάνει στο απόγειό του στο Ερωτηματολόγιο του Ερνστ φον Ζάλομον {Ernst von Salomon}, που ίσως γι’ αυτό γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία. Ο Ζάλομον ανήκει και αυτός στην κατηγορία των διανοουμένων που βοήθησαν αντικειμενικά την έλευση του χιτλερισμού, που αργότερα είχαν «επιφυλάξεις» για το καθεστώς, και που, μετά το τέλος του πολέμου, προσπάθησαν να βρουν μια δικαιολογία στο δικό τους “j’ ai vecu” (βίωσα). Ο κυνισμός του Ζάλομον ξεχωρίζει από αυτόν των Χάιντεγκερ, Καρλ Σμιτ και Ερνστ Γιούνγκερ χάρη στην ειλικρίνειά του. Δεν ωραιοποιεί το «βίωσά» του, προσπάθησε απλώς να επιβιώσει μέσα στο χιτλερικό καθεστώς, με τις ανετότερες δυνατές υλικές συνθήκες, και η «αντίθεσή» του περιοριζόταν σε κάποιες «επιφυλάξεις» που εκδήλωνε σε πολύ οικείους κύκλους. Στον Ζάλομον, το μη γνώσιμο έχει ένα χαρακτήρα πεζό και υγιή, απαλλαγμένο από οποιονδήποτε υπαρξιακό μανδύα. Δεν είναι παρά μια κωμωδία κάτω από το χιτλερικό καθεστώς.
Αντίθετα, ο Ερνστ Γιούνγκερ, του οποίου ο Εργάτης συνέτεινε πολύ περισσότερο στη γέννηση της ναζιστικής ιδεολογίας από ότι τα μυθιστορήματα του Ζάλομον, συμμετείχε πολύ πιο ενεργά στο καθεστώς (εξάλλου σε θέσεις μάλλον διακοσμητικές), όμως επιμένει ακόμα εντονότερα, κατόπιν εορτής, στην «αντίθεσή» του. Η αντίθεση αυτή παίρνει τη μορφή μιας αριστοκρατικής διαμαρτυρίας ενάντια στο «λαϊκίστικο» χαρακτήρα του χιτλερισμού, όχι όμως ενάντια στην κοινωνική του δημαγωγία. Εκεί που ο Γιούνγκερ διαφοροποιείται από τον Σμιτ είναι όταν βάζει σε πρώτο πλάνο, εν όψει της δικτατορίας του κεφαλαίου, το ρόλο της πρωσικής αριστοκρατίας, των Γιούνκερς {Junkers} (βλ. το “Burgenland” στο μυθιστόρημα Heliopolis). Σε ότι αφορά τη φιλοσοφία, ο Γιούνγκερ χαιρετίζει στο μύθο και στη μαγεία τα χαρακτηριστικά σημάδια του αιώνα μας σε σχέση με τον προηγούμενο αιώνα: «Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πνεύματος του 20ου αιώνα είναι η ανικανότητά του να δει αυτό που ενώνει τη ratio με τα άδυτα. Μέσα στην υπεροψία του, φανταζόταν ότι η εξέλιξη προχωρούσε σε μια γραμμή που είχε χαράξει, σε ένα αρμονικό περιβάλλον προσεκτικά οριοθετημένο, που δημιούργησε και έλεγχε και που ονόμαζε Συνείδηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα ξύπνημα ήταν αναπόφευκτο. Συνέβη την ίδια στιγμή που οι ρίζες του ορθολογισμού άγγιξαν το λίκνο του μύθου. Αυτό φαίνεται στις λέξεις, στη σκέψη, ακόμα και στις επιστήμες: όλα έγιναν πιο δυνατά από το μέτρο και τη μετριοφροσύνη του ανθρώπου. Τότε, ύστερα από τρομερές μονομαχίες, μυθικές μορφές βάδισαν κατά των ορθολογικών μορφών, και στη λάμψη των πυρκαγιών εμφανίστηκαν κόσμοι ονείρου και νυχτερινής μαγείας». Ο Γιούνγκερ κατατάσσεται μαζί με τους ιδεολόγους που, όπως ο Γιάσπερς, ο Χάιντεγκερ και ο Καρλ Σμιτ, επικαλέστηκαν την ιδιότητά τους των «αντιστασιακών» επί Χίτλερ για να προσφέρουν στο νέο ιμπεριαλισμό το όπλο του ανορθολογιστικού μύθου και να προσφερθούν οι ίδιοι σαν οι κήρυκές του.
Η συμπεριφορά του Ζάλομον κατά την περίοδο πριν τον Χίτλερ ήταν αυτή ενός περιθωριακού. Μπλεγμένος σε διάφορα γκρουπούσκουλα, ενοχοποιήθηκε για το φόνο του Ράτεναου {Rathenau} [9] και συμμετείχε στην κίνηση Επιστροφή στη Γη [10], συμμετοχή που σήμερα χαρακτηρίζει ως «φρικτό αστείο», κάτι που χαρακτηρίζει τον κυνισμό του και το μηδενισμό του. Όντας μάρτυρας της αυξανόμενης επιρροής του κομμουνισμού στην περίοδο κρίσης που προηγήθηκε από την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ (ο αδελφός του Μπρούνο έγινε μέλος του ΚΚ Γερμανίας), η κρίση τον ανάγκασε να αντιμετωπίσει τη μαρξιστική ιδεολογία, την οποία ποτέ του δεν κατάφερε να καταλάβει πραγματικά. Η συνάντηση αυτή τελείωσε με ρήξη, παρότι ο Ζάλομον δήλωσε ότι «κατά βάθος, ο κομμουνισμός έχει απλούστατα δίκιο»: άλλο ένα σημάδι κυνισμού, η ομολογία αυτή δεν θα έχει συνέχεια. Γλιστρώντας στο χιτλερισμό, έζησε μια ήσυχη ζωή, χωρίς έννοιες. Ακόμα κι όταν τον απωθούσαν οι ναζιστικές βιαιοπραγίες, παρέμενε απαθής, με μια απάθεια για την οποία απολογήθηκε στη γυναίκα του, σχετικά με τα πογκρόμ του Βερολίνου: «Μήπως επειδή ξέρουμε ότι δεν θα βρούμε καμία ανταπόκριση; Στην πραγματικότητα είμαστε ήδη νεκροί. Δεν μπορούμε ούτε καν να ζήσουμε από τον εαυτό μας». Ύστερα, αφού διηγήθηκε ένα επεισόδιο που μόλις είχε βιώσει, κατέληξε: «Περπάτησα την Kurfurstendamm ως το σπίτι, μέσα σε μεγάλη ένταση, και είπα στον εαυτό μου: πρέπει να υπάρχει, θα έπρεπε να υπάρχει μια Τρίτη λύση – κι αν δεν υπάρχει, τι είναι προτιμότερο, να είναι κανείς ηλίθιος ή δειλός;».
Αυτός ο γαλήνιος κυνισμός, που τον διαχωρίζει προς όφελός του από το ρομαντικό, μυστικιστικό και στομφώδη μηδενισμό του Γιούνγκερ και της παρέας του, επιτρέπει στον Ζάλομον να σκιαγραφήσει την καθημερινή ζωή επί Χίτλερ, όπως και να ξεσκεπάσει με ρεαλισμό τη σκληρότητα και τη διαφθορά των αμερικανών «ελευθερωτών». Όμως ο πυρήνας του Ερωτηματολογίου είναι ο κυνισμός του «βίωσα». Γράφει ο Ζάλομον: «Τα κατάφερες πολύ καλά! Δεν έχεις λόγο να παραπονιέσαι! Πολύ λιγότερο από όλους όσους δεν γνωρίζεις. Και για εμένα ισχύει το ίδιο. Καλά τα καταφέραμε, Ίλε {Ille}, δεν έχουμε λόγο για μνησικακία, ανήκουμε στους ελάχιστους που δεν έχουν λόγο για μνησικακία». Η στάση του «βίωσα» ισχύει λοιπόν και για την περίοδο μετά τον πόλεμο. Η απάντηση όμως της κυρίας Ίλε είναι ακόμα πιο χαρακτηριστική, σαν μια σύνθεση όλων όσοι έζησαν κάτω από τον Χίτλερ, σαν μια σύνοψη των πραγματικών αισθημάτων της μάζας: «Πρέπει να σου πω κάτι τρομερό! Εγώ δεν τα κατάφερα! Το ξέρω, όλο αυτό τον καιρό σκεφτόμουν ότι το σημαντικότερο ήταν να τα καταφέρουμε. Αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν είμαι πια αυτή που γνώρισες παλιά. Ότι καλύτερο και πολυτιμότερο υπήρχε μέσα μου σκοτώθηκε, το σκότωσαν. Αυτά τα δώδεκα χρόνια ήταν για εμένα φρικτά: πάντα προσπαθούσα να μη στο δείξω. Πέρα από αυτό, αν θέλεις, περάσαμε καλά, περάσαμε καλά μέρα με τη μέρα». Και η κυρία Ζάλομον και αυτός ήξεραν και οι δύο πάντα με λεπτομέρεια τι έκαναν οι Ναζί, αλλά χωρίς ποτέ να «θελήσουν να μάθουν», για να μη διακινδυνεύσουν τη σχετική άνεση και ασφάλεια της ζωής τους. Συνοψίζει ως εξής την ηθική κατάσταση που είχε προκύψει: «Αγαπώ τη ζωή και θέλω να την έχω ολόκληρη, αλλιώς καθόλου. Η ζωή όμως απαιτεί αξιοπρέπεια: όχι μόνο ένα πρόσωπο, χέρια και πόδια, αλλά αξιοπρέπεια! Αυτά τα δώδεκα χρόνια ήθελαν να με κάνουν να χάσω την αξιοπρέπειά μου. Τι νόημα έχει η ζωή χωρίς αγάπη; Ήθελα να αγαπήσω την ημέρα, τη χώρα μου, τους Γερμανούς ανάμεσα στους οποίους ζούσα, εσένα, εμένα, αλλά δεν μπορούσα. Χρειάστηκε να μάθω να περιφρονώ τα πάντα, την ημέρα, τη χώρα μας, τους Γερμανούς, εσένα, εμένα»!
Αν και ούτε στην Ίλε δεν δείχνει ότι έβγαλε συμπέρασμα από μια τέτοια εμπειρία, αυτό το κατηγορητήριο είναι κάτι παραπέρα από κριτικό και συναισθηματικό. Έχει, τουλάχιστον σαν δυνατότητα, μια θετική διέξοδο. Εκατομμύρια Ίλε, οι περισσότερες εξίσου ελάχιστα συνειδητοποιημένες, που έζησαν τα ίδια γεγονότα, βλέπουν σήμερα με τρόμο ότι υπάρχει η προοπτική ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, που αυτή τη φορά θα είναι πυρηνικός και θα καταστρέψει την οικουμένη. Το «Χωρίς Εμάς» [11] των μεταπολεμικών Γερμανών είναι λίγο πολύ η συγκινησιακή συνέπεια αυτού που έζησε η Ίλε φον Ζάλομον. Προς το παρόν, το «Χωρίς Εμάς» δεν εκφράζει τίποτα περισσότερο στις πλατιές μάζες από τον αυξανόμενο φόβο για το μέλλον. Κι εδώ βλέπουμε να προβάλει ο φόβος ενός νέου βιασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ακεραιότητας του ανθρώπου. Φυσικά, και σε αυτή την περίπτωση, υπάρχουν σποραδικές εκδηλώσεις μιας πιο ανεπτυγμένης συνείδησης, διακηρύξεις και τοποθετήσεις όλων αυτών που είναι διατεθειμένοι να θυσιαστούν ώστε η Γερμανία να μη γνωρίσει ξανά τη φρίκη του πολέμου. Βλέπουμε επίσης να αυξάνεται, αν και αργά και με το τίμημα μεγάλων αντιφάσεων, η συνείδηση ότι οι θιασώτες του αμερικανικού Ψυχρού Πολέμου και του γερμανικού του γραφείου διαχείρισης, της κυβέρνησης Αντενάουερ [13], ετοιμάζουν κάτι που, υπό μορφή δήθεν αντίθετη, θα μοιάζει τελικά στον παλιό γερμανικό μιλιταρισμό, μόνο που αυτή τη φορά θα παίρνει τις εντολές του από την Ουάσιγκτον.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γερμανός φιλελεύθερος κοινωνιολόγος
[2] Γερμανός καθολικός πάστορας και αντιστασιακός. Σε αυτόν ανήκει η περίφημη ρήση "όταν ήρθαν να πάρουν..." που λαθεμένα αποδίδεται στον Μπρεχτ
[3] Γερμανός συντηρητικός λογοτέχνης, δεν συμμετείχε σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση αλλά θεωρείται ότι έκανε "παθητική αντίσταση" με τις νουβέλες του
[4] Ερνστ Νίκις, Γερμανός θεωρητικός του Εθνικομπολσεβικισμού, αντιστασιακός μετά το 1933, φυλακίστηκε και βασανίστηκε (έχασε την όρασή του) από τους χιτλερικούς
[5] Άγγλος υλιστής φιλόσοφος του 17ου αιώνα
[6] Ισπανός αντιδραστικός φιλόσοφος, που κατά τον Σμιτ είναι ο πρώτος που ξεπέρασε τη "λατρεία της νομιμότητας" (Legitimisme) των τότε συντηρητικών και οραματίστηκε αντ' αυτής μια προληπτική αντεπαναστατική δικτατορία, γινόμενος έτσι, πάντα κατά τον Σμιτ, πρόδρομος της λεγόμενης ριζοσπαστικής δεξιάς
[7] Γάλλος συντηρητικός φιλόσοφος, θεωρούμενος ως ένας από τους κλασικούς στοχαστές του "παλινορθωτικού συντηρητισμού" της περιόδου της Ιεράς Συμμαχίας στην Ευρώπη, τις ιδέες του όμως ο Σμιτ θεωρεί ξεπερασμένες
[8] Γερμανός φιλόσοφος γνωστός για τα έργα Η Παρακμή της Δύσης, και, Πρωσισμός και Σοσιαλισμός
[9] Γερμανοεβραίος βιομήχανος, εκ των οικονομικών πυλώνων του γερμανικού ιμπεριαλισμού επί Β' Ράιχ, πρωθυπουργός επί Βαϊμάρης, δολοφονήθηκε από Γερμανούς εθνικιστές το 1922
[10] Το κίνημα αυτό συνδεόταν με το Blut und Boden (Αίμα και Γη) και πρωτοφασιστικά και άλλα εθνικιστικά κινήματα επί Βαϊμάρης
[11] Η ειρηνιστική καμπάνια Ohne uns, δηλαδή Χωρίς Εμάς, του 1951-52, ήταν μια συλλογή εκατομμυρίων υπογραφών που πραγματοποιήθηκε στη Δυτική Γερμανία και καλούσε σε σταμάτημα της επανα-στρατιωτικοποίησης της Γερμανίας και σε τέλος της εγκαθίδρυσης αμερικανικών βάσεων στο γερμανικό έδαφος. Το όνομά της το πήρε από μια φράση που ήταν τότε διαδεδομένη στον γερμανικό λαό, και απευθυνόταν στους Αμερικανούς: "αν θέλετε πόλεμο, να υπολογίζετε χωρίς εμάς".
[13] Ο πρώτος Ομοσπονδιακός Καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας (1949-63), γνωστός για την αμερικανόφιλη εξωτερική πολιτική του, την επανα-στρατιωτικοποίηση και επανεξοπλισμό της χώρας αλλά και την εσωτερική πολιτική της "διακριτικής συνέχειας" (δηλαδή την σιωπηλή επανενσωμάτωση στελεχών του χιτλερισμού στον κρατικό και στρατιωτικό ιστό της Δυτικής Γερμανίας).
Comments
Post a Comment