Domenico Losurdo: Γκαίτε, Χέγκελ και Ρομαντισμός
Σελίδες 227-229 από: Domenico Losurdo, "Hegel und das deutsche Erbe", 1993, Pahl-Rugenstein Verlag, Κολωνία.
Ο Γκαίτε, ο ύποπτος για «πανθεϊσμό» ποιητής, έγινε αντικείμενο επιθέσεων από κύκλους πιετιστών και κύκλους της κληρικής αντίδρασης. Ο Άνταμ Μύλλερ, αναφερόμενος στον Νοβάλις, είχε δηλώσει το 1806: «Η πανταχού παρουσία του Χριστιανισμού στην ιστορία και σε όλες τις μορφές της ποίησης και της φιλοσοφίας παρέμεινε άγνωστη στον ίδιο τον Γκαίτε. Από αυτή την άποψη [ο Γκαίτε] δεν είναι απρόσβλητος από τις τάσεις των καιρών και τις επιρροές του Διαφωτισμού». Ο Savigny επικρίνει επίσης τον Γκαίτε επειδή επέτρεψε στον εαυτό του να καθοδηγείται στον θρησκευτικό τομέα από τον «πιο σύγχρονο διαφωτισμό». Και ακόμη και η Caroline von Herder, το 1807, κατήγγειλε ως «επαίσχυντη κηλίδα» για τον Γκαίτε το γεγονός ότι αυτός υποστήριξε εκείνη τη «δηλητηριώδη συμμορία που ήθελε να εξαλείψει τη θρησκεία», εννοώντας τον Φίχτε.
Στη «Ρομαντική Σχολή ο Χάινε θυμάται ότι ο Φρίντριχ Σλέγκελ «μετά την πτώση του, από τα βάθη του καθολικού του καθεδρικού ναού, είχε θρηνήσει τον Γκαίτε, του οποίου η ποίηση δεν έχει κέντρο. Εντυπωσιασμένος από τέτοιες επιθέσεις, ο Γκαίτε πραγματοποιεί τη 18η Μπρυμαίρ στη γερμανική λογοτεχνία, με μια κήρυξη πολέμου ενάντια στη νεογερμανική χριστιανοπατριωτική τέχνη, ενάντια στη ρομαντική εκκλησία, ενάντια σε όλες τις σκιερές καθολικές ίντριγκες, και έτσι αυτή η στάση σκόρπισε ολόκληρη την αυλή των καλικάντζαρων· τα φαντάσματα του Μεσαίωνα τράπηκαν σε φυγή· οι κουκουβάγιες έσκυψαν ξανά ανάμεσα στα ζοφερά ερείπια των φρουρίων· τα κοράκια πέταξαν πίσω στα αρχαία καμπαναριά τους· ο Φρίντριχ Σλέγκελ πήγε στη Βιέννη, όπου άκουγε τη θεία λειτουργία κάθε μέρα και έτρωγε ψητά κοτόπουλα· ο κ. Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ αποσύρθηκε στη βραχμανική παγόδα του».
Παρά την ολύμπια αποστασιοποίησή του, ο Γκαίτε έπαιξε αντικειμενικά έναν αντιπολιτευτικό ρόλο ενάντια στην κυρίαρχη χριστιανο-γερμανική κουλτούρα στα χρόνια της Παλινόρθωσης· ο ίδιος ο Χάινε το αναγνωρίζει αυτό και τον κατηγορεί επίσης για «αδιαφορία». Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθεί η απόπειρα «συμμαχίας» που πραγματοποίησε ο Χέγκελ προς τον Γκαίτε: ο φόρος τιμής δεν είναι τυπικός, αλλά ανταποκρίνεται σε μια ακριβή λογική πολιτιστικής πολιτικής: Η «Αισθητική» δεν διστάζει να μιλήσει για «ανωριμότητα» ακόμη και για «τρομακτική αγένεια και βαρβαρότητα» σχετικά με τον πρώιμο Γκαίτε, αυτόν που συνδέεται με το Sturm und Drang και με την εκ νέου ανακάλυψη του γερμανικού Μεσαίωνα, δηλαδή, ακριβώς εκείνον τον Γκαίτε που ήταν αντικείμενο εξύμνησης από τους ρομαντικούς εθνικιστές και τους καινοφανείς βάρδους του Μεσαίωνα. Για τον Χέγκελ, η αξία του Gòtz vor Berlichingen δεν είναι ότι ανακάλυψε και επανεκτίμησε τον γερμανικό Μεσαίωνα, αλλά ότι μπόρεσε να τον περιγράψω αντικειμενικά, τη στιγμή της ανεπανόρθωτης παρακμής του: ακριβώς έχοντας αντιμετωπίσει «αυτή την επαφή και σύγκρουση μεταξύ της μεσαιωνικής ηρωικής εποχής και της σύγχρονης ζωής που υπόκειται σε νόμους», ακριβώς με το να μην έχει παραδοθεί σε καμία μορφή νοσταλγίας, αποκαλύπτει ο Γκαίτε τη «βαθιά ευαισθησία» του. Ο Χέγκελ ναι μεν κατηγορεί τον Γκαίτε για νεανική ανωριμότητα· αλλά οι ρομαντικοί επικρίνουν την μετέπειτα εξέλιξη του Γκαίτε, ο οποίος, αποστασιοποιούμενος από τον Βέρθερό του, θα γινόταν «άπιστος και αχάριστος προς τον εαυτό του». Αυτά είναι τα λόγια του Τηκ, που αναφέρει ο Χέγκελ στη μακροσκελή του κριτική στην αρθρογραφία του Solger που δημοσιεύτηκε στα «Χρονικά» το 1828, κριτική η οποία στην πραγματικότητα είναι ένα είδος μανιφέστου κατά της ρομαντικής σχολής, ενάντια στις επιθέσεις της οποίας ο Χέγκελ υπερασπίζεται τον ώριμο Γκαίτε, ως συμμέτοχο επίσης στον αγώνα ενάντια στον αυθαίρετο υποκειμενισμό και την ανορθολογική γιορτή του συναισθήματος.
Πρώτα, παρόλο που εμφανίζεται στα «Χρονικά», ο Varnhagen φροντίζει να προειδοποιήσει τον Γκαίτε για την επικείμενη δημοσίευση του μανιφέστου του φιλοσόφου κατά της ρομαντικής σχολής. Τα αποτελέσματα αυτής της διαμάχης δεν αργούν να εμφανιστούν, και ο ίδιος ο Varnhagen σημειώνει στο ημερολόγιό του τη «μεγάλη αναταραχή» που προκλήθηκε από το εν λόγω άρθρο λόγω της «σκληρότητάς του εναντίον του Τηκ και του Φρίντριχ Σλέγκελ».
Προηγουμένως ο Χέγκελ είχε επανειλημμένα αναφερθεί στον Γκαίτε στον αγώνα του ενάντια στους ακρογωνιαίους λίθους της ρομαντικής ιδεολογίας, που σε μεγάλο βαθμό συνέπιπτε με την ιδεολογία της Παλινόρθωσης. Απορρίπτοντας τον νοσηρό ρομαντικό υποκειμενισμό που χαρακτηρίζει αυτή την ιδεολογία, ο Χέγκελ στο «Πίστη και Γνώση» είχε τονίσει το γεγονός ότι στον Γκαίτε «βρίσκουμε την καταδίκη σε αιώνια κόλαση να είναι συνδεδεμένη με την υποκειμενική δράση, με το να είσαι μόνος με ό,τι ανήκει στον εαυτό σου». Ακόμη και στην υπεράσπιση της λογικής, ενάντια στον αχαλίνωτο ανορθολογισμό που, στην καταγγελία του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού (ως οργάνων της επανάστασης και έκφρασης του πολιτισμού ενός λαού που θεωρείται θανάσιμος εχθρός της Γερμανίας, δηλαδή του γαλλικού) ένωσε στη Γερμανία ριζοσπάστες εθνικιστές με αντιδραστικούς σκοταδιστές, αυτού του ανορθολογισμού που ένωσε, δηλαδή, τη «ρομαντική σχολή» σε όλα της τα στοιχεία, ο Χέγκελ χρησιμοποιεί μια παράθεση μερικών στίχων από τον Φάουστ, όπου ο Μεφιστοφελής κάνει την περιφρόνηση για την επιστήμη να συμπίπτει με την αφιέρωση στον διάβολο:
Νου κι επιστήμη καταφρόνα τώρα,
τα πιο υψηλά και δυνατά του ανθρώπου δώρα!
Άσε απ’ το πνεύμα της ψευτιάς στ’ αρπάγια
με πλάνες ν’ αδραχτείς και μάγια,
σ’ έχω έτσι σίγουρα πιασμένο
Για τον Χέγκελ και τον Γκαίτε, ο διάβολος είναι εχθρός του λόγου, ενώ για τους ρομαντικούς (είτε αυτοί ήταν οι γαλλοφοβικοί ριζοσπάστες εθνικιστές των Πολέμων της Απελευθέρωσης, είτε οι αντιδραστικοί της αυλής της Βιέννης) ο διάβολος είναι η ενσάρκωση του λόγου: η θέση διαδόθηκε ευρέως στον πολιτισμό της Παλινόρθωσης, για τον οποίο ο λόγος έπρεπε να θεωρηθεί διαβολικό όργανο της απώλειας, και ο Χέγκελ (με τον Γκαίτε) το ανατρέπει αυτό δίνοντας το λόγο στον ίδιο τον διάβολο, αναμφισβήτητα μια «καλή πηγή επί του θέματος».
Το βασικό πολιτιστικό και πολιτικό νόημα της στάσης του Χέγκελ και του μανιφέστου του ενάντια στη ρομαντική σχολή προσδιορίζεται καλά, έστω και με πολεμικούς όρους, στην επιστολή που στέλνει στον Τηκ, τον κύριο στόχο της επίθεσης των «Χρονικών» του Βερολίνου, ένας από τους συνομιλητές: «Όποιος δεν αποθεώνει τον Γκαίτε, όποιος δεν καταδικάζει, όπως ο Χέγκελ και ο Χόθο, τα παλιά μας ιερά τραγούδια, γίνεται ύποπτος μη κατανόησης είτε των μεν είτε των δε». Και σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να καταλάβουμε ότι το «Neue Berliner Monatsschrift», που ιδρύθηκε το 1821 από τον F. Forster και καθοδηγήθηκε έμμεσα ή επηρεάστηκε έντονα από τον Χέγκελ, ήταν «βασικά αφιερωμένο στον εκθειασμό του Γκαίτε». Τελικά, ο Χέγκελ αναζητά και βρίσκει αντικειμενικά έναν σύμμαχο στον αγώνα ενάντια σε αυτό που ο Χάινε ορίζει ως «τη λαϊκή-γερμανική-χριστιανική-ρομαντική σχολή» (στην οποία τόσο οι ριζοσπάστες εθνικιστές όσο και οι εκφραστές της κληρικής αντίδρασης ομαδοποιούνται), κι αυτός ο σύμμαχος είναι ο Γκαίτε. Αυτός ανυψώνεται από την «Αισθητική» στο αξίωμα του εθνικού ποιητή, μόνο στο βαθμό που και αυτός είναι κριτικός, στα χρόνια της ωριμότητάς του, στους μύθους του Καθολικού Μεσαίωνα και σε αυτό που ο νεαρός Μαρξ ορίζει ως «χριστιανική-ιπποτική αρχή, μοντέρνα φεουδαρχική, με μια λέξη ρομαντική».
Comments
Post a Comment