Georg Brandes: Οι απαρχές του γερμανικού εθνικισμού (1871)


Georg Brandes (1871, διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης): Οι απαρχές του γερμανικού εθνικισμού


Από τις ημέρες της Ιεράς Συμμαχίας και μετά, το πνεύμα της συστηματικής αντίδρασης κυριάρχησε στις γερμανικές χώρες - μια αντίδραση που χρονολογήθηκε από το Συνέδριο της Βιέννης και είχε κέντρο την Αυστρία. Ο πιο τυπικός εκπρόσωπός της, ο Μέτερνιχ, μαθητής του Ταλεϋράνδου, ένας λιγότερο επιδέξιος αλλά πολύ πιο αδίστακτος άνθρωπος από τον δάσκαλό του, ήλπιζε να την επεκτείνει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ό,τι είχε κλονιστεί, χαλαρώσει ή ανατραπεί από την Επανάσταση ή από τον Ναπολέοντα επρόκειτο να επισκευαστεί και να αποκατασταθεί. Στον αγώνα με τον μεγάλο εχθρό, οι βασιλιάδες και οι ευγενείς είχαν αναγκαστεί επιτέλους να καταφύγουν σε κάθε δυνατή μέθοδο, είχαν αναγκαστεί να απευθύνουν έκκληση στο λαό αντί να διατάσσουν απλώς, να επικαλεστούν το συναίσθημά του αντί για την πίστη του, ακόμη και να του υποσχεθούν κάτι, να του υποσχεθούν «την αναγέννηση της Γερμανίας». Υπήρχε, είναι αλήθεια, μια πολύ αισθητή διαφορά μεταξύ των αυστριακών και των πρωσικών σλόγκαν. «Δικαιοσύνη και Τάξη», «Τάξη και Ειρήνη», ήταν τα συνθήματα των αυστριακών διακηρύξεων. αυτά των πρωσικών ήταν «Έθνος», «Ελευθερία και Τιμή», «Γερμανία». Ωστόσο, και τα δύο μεγάλα γερμανικά κράτη είχαν κάνει περισσότερες παραχωρήσεις στο πνεύμα των καιρών από όσες ταίριαζαν στις ιδέες των κορυφαίων πολιτικών τους. Και μόλις ο εχθρός εκδιώχθηκε, μόλις ο κληρονόμος της Επανάστασης ακρωτηριάστηκε, και μόλις «ο πόλεμος της ελευθερίας» τελείωσε, έγινε στόχος τους να βάλουν ένα τέλος στην ελευθερία όπως είχαν βάλει τέλος στον πόλεμο.


Η γενιά που είχε μεγαλώσει κατά τη διάρκεια του πολέμου με τη Γαλλία περίμενε να δει μια ενωμένη Γερμανία να αναδύεται ως αποτέλεσμα της νίκης. Ήδη από το 1812, ο Στάιν είχε σκιαγραφήσει ένα σχέδιο για την επανένωση των διάσπαρτων τμημάτων της πρώην Γερμανικής Αυτοκρατορίας και οι Arndt και Görres είχαν εκφράσει την ίδια ιδέα. Αλλά η Ειρήνη του Παρισιού, το 1814, διέταξε: «Τα γερμανικά κράτη θα είναι ανεξάρτητα και ενωμένα σε μια ομοσπονδιακή ένωση» και εδώ όλες οι ελπίδες για ενοποίηση κατέρρευσαν. Σχεδόν μια γενιά θα περνούσε, πριν οι άνθρωποι εμψυχωθούν ξανά από την ίδια σκέψη. Στη θέση του ενοποιημένου κράτους προέκυψε η Γερμανική Συνομοσπονδία, der deutsche Bund, ή, όπως την ονόμασε ο Jahn, "Bunt", ένα πολύχρωμο ένδυμα αρλεκίνου αντί για ένα έθνος. και η απογοήτευση ήταν πικρή.


Το όνειρο της ελευθερίας μοιράστηκε τη μοίρα του ονείρου της ενοποίησης. Για να εμψυχώσουν τους λαούς τους στον αγώνα με τον Ναπολέοντα, αρκετοί από τους πρίγκιπες, τούς είχαν υποσχεθεί συνταγματική κυβέρνηση. Από τα μεγαλύτερα κράτη, μόνο η Βαυαρία, η Βάδη και η Βυρτεμβέργη, τα πρώην μέλη της Ναπολεόντειας Συνομοσπονδίας του Ρήνου, κράτησαν αυτές τις υποσχέσεις. Η Βαυαρία και η Βάδη έλαβαν συντάγματα το 1818. Η Βυρτεμβέργη, όπου για μια φορά ο βασιλιάς ήταν πιο φιλελεύθερος από το κοινοβούλιο, το 1819. και στη μικρή Βαϊμάρη, ο Κάρολος Αύγουστος, ο πρωτοπόρος της πολιτικής ελευθερίας στη Γερμανία, είχε δώσει στο λαό του ένα ελεύθερο σύνταγμα και είχε εγκαινιάσει ένα κοινοβουλευτικό ειδύλλιο ήδη από το 1816.


Όλα αυτά, ωστόσο, είχαν μικρή σημασία, δεδομένου ότι η Αυστρία, μετά, όπως και πριν από την Ειρήνη, αντιπροσώπευε την αντιδραστική αρχή, και η Πρωσία, με πληθυσμό περισσότερο διατεθειμένο από οποιονδήποτε από τους άλλους στην πολιτική δραστηριότητα, τηρούσε χωρίς δισταγμό τις αρχές και τις συστάσεις του Μέτερνιχ.


Ωστόσο, ο πρωσικός λαός όχι μόνο επιθυμούσε ένα σύνταγμα, αλλά είχε δικαίωμα σε αυτό. Τού το είχαν υποσχεθεί όσο αυτός πολεμούσε. Σε ένα διάταγμα του 1810, ο καγκελάριος, πρίγκιπας Χάρντενμπεργκ, ο αναμορφωτής της εξουσίας της Πρωσίας, είχε φανερώσει την προοπτική μιας αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τον Ναπολέοντα, η υπόσχεση επαναλήφθηκε, και τελικά, σε διάταγμα της 22ας Μαΐου 1815, είχε δοθεί μια επίσημη υπόσχεση στο λαό, μια σαφής ένδειξη της πρόθεσης του βασιλιά να διορίσει χωρίς καθυστέρηση μια επιτροπή της οποίας το έργο πρέπει να προετοιμάσει το σχέδιο συντάγματος. Καθώς όμως οι αρχές του Μέτερνιχ κέρδισαν έδαφος, η υλοποίηση αυτού του σχεδίου αναβλήθηκε. Όταν ο Görres τόλμησε να παρουσιάσει στον Χάρντενμπεργκ μια ομιλία του από τις επαρχίες του Ρήνου, στην οποία υπενθύμισε την υπόσχεσή του στον βασιλιά της Πρωσίας, η μόνη απάντηση που έλαβε ήταν ότι ο βασιλιάς που είχε δώσει την υπόσχεση είχε επίσης, με τη σοφία του, το δικαίωμα να κρίνει τον κατάλληλο χρόνο για την εκπλήρωσή της. Σε αρκετές μεταγενέστερες περιπτώσεις ο βασιλιάς διακήρυσσε ότι δεσμευόταν από την υπόσχεσή του, αλλά ταυτόχρονα επέμενε πάντα ότι έπρεπε να αφεθεί στην πατρική του φροντίδα να αποφασίσει για το ζήτημα του χρόνου. Και εν τω μεταξύ πέρασαν είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια — η υπόλοιπη ζωή του βασιλιά.


Στόχος των Δυνάμεων ήταν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της ναπολεόντειας διοίκησης. Στο Αννόβερο, για παράδειγμα, ο αστικός Κώδικας του Ναπολέοντα, με τις δημόσιες, προφορικές δικαστικές διαδικασίες του, καταργήθηκε και το παλιό ανακριτικό σύστημα του δέκατου έκτου αιώνα, με τους μυστικούς δικαστικούς τρόπους του, επανιδρύθηκε. Οι χωρικοί, που είχαν απελευθερωθεί από τους Γάλλους, έπρεπε να επιστρέψουν στη δουλοπαροικία και την κακουχία. Η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου ακυρώθηκε, η αριστοκρατία απέκτησε εκ νέου τα πολιτικά και κοινωνικά προνόμια που είχε τον δέκατο όγδοο αιώνα.


Και τη στιγμή που τα πρώτα μικρόβια μιας πιο ελεύθερης πολιτικής ζωής ήταν έτοιμα να φυτρώσουν στη Νότια Γερμανία, συνέβη ένα γεγονός που έδωσε το σύνθημα για πολύ ισχυρότερη, πολύ πιο βίαιη αντίδραση, ένα σύμπτωμα του οποίου ήταν η εφαρμογή των πιο βίαιων μέτρων για την καταστολή ακόμα και των πιο ασήμαντων και αθώων εκφράσεις του λαϊκού αισθήματος. Αυτό το γεγονός ήταν η δολοφονία του Kotzebue, ή, για να είμαι πιο σωστός, ο ενθουσιασμός υπέρ τον δολοφόνου που ξύπνησε η πράξη του σε ολόκληρη τη Γερμανία, που τότε υπέφερε από καταπίεση και κατασκοπεία.


Το έντονο εθνικό συναίσθημα και ο ενθουσιασμός για ελευθερία που επικράτησαν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης με τη Γαλλία, γέννησαν, στα χρόνια που ακολούθησαν εκείνη τη σύγκρουση, δύο κινήματα στη νεολαία της Γερμανίας, στα οποία στράφηκε τώρα η προσοχή των κυβερνήσεων: τη γυμναστική και το φοιτητικό κίνημα (Turnwesen και Burschenschaftswesen).


Ο Jahn, ο εκλαϊκευτής της γυμναστικής, που διαδέχτηκε τον Φίχτε σαν δάσκαλος της νεολαίας της Γερμανίας, άνοιξε την πρώτη σχολή γυμναστικής στο Βερολίνο. Ανήκε στο ανεξάρτητο στρατιωτικό Σώμα Κυνηγών (Jaegercorps) του Lützow, ήταν ο γερμανικότερος των Γερμανών και μισούσε τους Γάλλους, και κυκλοφορούσε με τα μακριά, απεριποίητα γκρίζα μαλλιά του κρεμασμένα στους ώμους του, με γυμνό λαιμό, με το φαρδύ πουκάμισο-κολάρο ανοιχτό, και ένα χοντρό ραβδί με κόμπους στο χέρι του. Κατά τη διάρκεια των γυμνασίων που έκανε με τους μαθητές του, όποτε έβλεπαν μπροστά τους μια γαλλική πινακίδα ή συναντούσαν έναν μοντέρνα ντυμένο άντρα, έφτιαχναν κύκλο γύρω από το αντικείμενο της απέχθειάς τους, ουρλιάζοντας: «Ω! Ω!» Σε αυτές τις εκδρομές τηρούταν η πιο αυστηρή εγκράτεια στο φαγητό και το ποτό. ζούσαν κυρίως με ψωμί και νερό, και τα βράδια έτρεχαν κάτω από τον ανοιχτό ουρανό. Γυρίζοντας γύρω από τη φωτιά, ο άξιος Μάσμαν εμπνεύστηκε το Τραγούδι των Περιπλανώμενων Γυμναστών, το Turnerwanderlied:


"Stubenwacht, Ofenpacht,

Hat die Herzen weich gemacht,

Wanderfahrt, Turnerart

Macht sie frank und hart."


(Soul and body lose their strength

Covering idle by the stove

Free beneath the open sky

Must the hardy gymnast rove.)


Αυτός ο Μάσμαν, ο οποίος, εκτός από ηγέτης του γυμναστικού κινήματος, ήταν ένας από τους ιδρυτές των ενώσεων των φοιτητών (Burschenschaften), είναι ο ίδιος που εμφανίζεται τόσο συχνά ως αποδιοπομπαίος τράγος στα ποιήματα και τους προλόγους του Χάινε.


Ο Jahn έγινε σύντομα αντικείμενο του πιο ένθερμου θαυμασμού, όχι μόνο από την πλευρά της ανώριμης νεολαίας, αλλά και των σοβαρών ανθρώπων και των δημόσιων φορέων. Ποιητές έγραψαν στίχους γι' αυτόν. Ένας τόσο μεγάλος φιλόλογος όπως ο Thiersch τού αφιέρωσε τον Πίνδαρό του και συνέκρινε τη γερμανική με την ελληνική γυμναστική. Δύο πανεπιστήμια τού απένειμαν τιμητικά πτυχία. Ο ίδιος ήταν το πιο πιστό υποκείμενο του βασιλιά, αλλά ήταν η μόδα μεταξύ των μακρυμάλληδων γυμναστών με τα αλεύκαντα λινά σακάκια να κοροϊδεύουν τον στρατό, ειδικά τους δανδήδες αξιωματικούς της φρουράς. Κραύγαζαν, επίσης, εναντίον αφηρημένων εχθρών. Μεταξύ των κανόνων τους ήταν ένας για "τη δολοφονία του εχθρού του καλού σκοπού": θα στόχευαν με ένα στιλέτο στα μάτια του και, όταν το θύμα κάλυπτε το πρόσωπό του, θα χτυπούσαν την καρδιά του.


Το γυμναστικό κίνημα προήλθε από το Βερολίνο, το φοιτητικό κίνημα από τη Θουριγγία. Το τελευταίο ξεκίνησε ως ένα είδος ημι-εθνικού, ημι-χριστιανικού ενθουσιασμού, και στόχευε μεταξύ άλλων στη μεταρρύθμιση των ως τότε χαμηλού επιπέδου ηθών και εθίμων μεταξύ των φοιτητών. Με καταγωγή από ένα από τα μικρά κρατίδια της Γερμανίας, το κίνημα των φοιτητών χρησιμοποίησε για το πρόγραμμά του το διάσημο τραγούδι του Arndt που κηρύττει πως "ολόκληρη η Γερμανία είναι πατρίδα του Γερμανού".


Μεταξύ των καθηγητών της Ιένας, κάποιος Φρις είχε τη μεγαλύτερη επιρροή μεταξύ των φοιτητών, ο ίδιος ο Φρις που, στον πρόλογο της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ, χαρακτηρίζεται ως εκπρόσωπος της ρηχότητας. Ήταν ένας βίαιος Φιλελεύθερος, που είχε πει ότι οι νέες θεωρίες του Χέγκελ δεν αναπτύχθηκαν στους κήπους της επιστήμης, αλλά στις εστίες της δουλοπρέπειας. και υπό την ανάδοχη φροντίδα του η προσπάθεια για ενότητα και αφηρημένη ελευθερία εξαπλώθηκε στη νεολαία των πανεπιστημίων. Το πανό των Burschen ήταν μαύρο, κόκκινο και χρυσό, που λέγεται ότι υποδείχτηκε από τα χρώματα της στολής του Σώματος του Lützow, μαύρο, με κόκκινες όψεις και χρυσά κουμπιά.


Το φεστιβάλ-εορτασμός της Μεταρρύθμισης το 1817 τράβηξε για πρώτη φορά τη γενική προσοχή των γυμναστικών και των φοιτητικών ενώσεων (Turner και Burschen). Είχαν προτείνει την ιδέα μιας συνάντησης στο Wartburg με αντιπροσώπους από όλα τα γερμανικά φοιτητικά σωματεία. Σε ένα φυλλάδιο που δημοσίευσε με την ευκαιρία του φεστιβάλ ο Karl Sand, κατονομάζει ως τους τρεις εχθρούς του γερμανικού εθνικισμού από αμνημονεύτων χρόνων, τον ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό, τον μοναχισμό και τον μιλιταρισμό. Στις 18 Οκτωβρίου, πεντακόσιοι φοιτητές, με επικεφαλής αρκετούς καθηγητές, ανέβηκαν από το Άιζεναχ στο Βάρτμπουργκ, εκεί όπου ο Λούθηρος είχε ξεκινήσει τριακόσια χρόνια πριν τη Μεταρρύθμιση, όπου δείπνησαν στην Αίθουσα των Ιπποτών, που την είχε ανοίξει στη διάθεσή τους ο φιλελεύθερος δούκας Κάρολος Αύγουστος. Μετά οι γυμναστές έδειξαν την ευκινησία τους προς τέρψη των έκπληκτων ντόπιων θεατών. Το βράδυ άναψαν μεγάλες φωτιές και τότε ο Γιαν πρότεινε, ακολουθώντας το παράδειγμα του Λούθηρου, που είχε κάψει την Παπική Βούλα, να κάψουν όλα όσα είχαν γράψει οι εχθροί του καλού σκοπού. Ο Μάσμαν εξέφρασε με φλογερό συναίσθημα πως αποδέχεται την πρόταση και αμέσως δημιουργήθηκαν δέσμες παλιού τυπωμένου χαρτιού, πάνω στις οποίες ήταν χαραγμένοι οι τίτλοι των απεχθών βιβλίων που είχαν γράψει οι εχθροί των γυμναστών. Υπήρχαν τρία βιβλία από τον διαβόητο Schmalz, τον πρώτο Πρύτανη του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, το Βιβλίο Καταστατικού της Αστυνομίας του εξίσου διαβόητου Πρώσου υπουργού Δικαιοσύνης, Herr von Kamptz, ο αστικός Κώδικας του Ναπολέοντα, η Deutsche Geschichte (Γερμανική Ιστορία) του Kotzebue, η Restauration (Παλινόρθωση) του Karl Ludwig Haller κ.λπ., κ.λπ. Τα τελευταία πράγματα που πετάχτηκαν στις φλόγες ήταν η στολή ενός ουλάνου (λογχοφόρου του αυστριακού στρατού, που υποτίθεται εκπροσωπούσε τον ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό), ένα ράσο (σήμα του Καθολικού μοναχισμού) και η ράβδος ενός δεκανέα (έμβλημα του μιλιταρισμού).


Όταν ο Φρις αποχαιρέτησε τους φοιτητές σε γλώσσα ένθερμη, τους εντυπωσίασε ιδιαίτερα λέγοντάς τους ότι βρίσκονταν στη χώρα της γερμανικής ελευθερίας, ελευθερίας δράσης και σκέψης: «Εδώ δεν υπάρχει μόνιμος στρατός», κ.λπ. μια έκφραση που καθίσταται πιο παράλογη από το γεγονός ότι ο στρατός της Βαϊμάρης αποτελούνταν από αρκετούς άξιους τεχνίτες, οι οποίοι κατά καιρούς, έναντι μιας μικρής αμοιβής, εμφανίζονταν ως ουσάροι, με ψηλές μπότες ιππασίας και σπιρούνια, αλλά χωρίς άλογα. Στον πρόλογό του στη Φιλοσοφία του Δικαίου, ο Χέγκελ παρατηρεί, με αφορμή αυτή την ομιλία, ότι ο Φρις δεν ντρεπόταν, με την ευκαιρία μιας περιβόητης δημόσιας διαδήλωσης, να πει για τη συγκρότηση του κράτους ότι ήταν από τα κάτω, από τον λαό, ότι η ζωή θα ερχόταν, αν κυριαρχούσε το αληθινό δημόσιο πνεύμα. ότι μόνο με την ιερή αλυσίδα της φιλίας θα μπορούσε να ενωθεί απαράβατα μια κοινότητα, μια κοινωνία. Ο Χέγκελ το αποκαλεί αυτό "το σήμα κατατεθέν της ρηχότητας", αυτό το λιώσιμο της περίτεχνης αρχιτεκτονικής μιας ορθολογικά σχεδιασμένης κατάστασης σε «ένα ζωμό συναισθήματος, φιλίας και ενθουσιασμού».


Ο Μάσμαν δημοσίευσε έναν απολογισμό του φεστιβάλ, στον οποίο περιέγραψε πώς η νύχτα σκέπαζε ακόμα τη Γερμανία, αλλά διακήρυξε ότι η αιματηρή αυγή επρόκειτο να ξεσπάσει.


Ο Μέτερνιχ πέτυχε να πείσει τόσο τον Πρίγκιπα Χάρντενμπεργκ όσο και τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο να ασκήσουν πίεση στον Κάρολο Αύγουστο στο θέμα αυτού του φεστιβάλ, και στη συνέχεια το παρατσούκλι του Καρόλου Αυγούστου στην αυλή της Βιέννης ήταν "der Altbursche", ο γέρος φοιτητής.


Ανάμεσα στα βιβλία που κάηκαν με ομοίωμα στο Wartburg ήταν μερικά από τα βιβλία του Kotzebue. Ο Kotzebue εξέδιδε εκείνη την εποχή στη Βαϊμάρη το Litterarisches Wochenblatt, ένα περιοδικό που κολάκευε τη Ρωσία και κορόιδευε τη νεολαία της Γερμανίας. Όσο κι αν ο Γκαίτε δεν συμπαθούσε γενικά τους νέους, χάρηκε μαζί τους, για μια φορά, για την προσβολή που έκαναν στον παλιό του εχθρό. Έγραψε τότε ο Γκαίτε αυτό το επίγραμμα κατά του Kotzebue:


"Du hast es lang genug getrieben,

Niederträchtig vom Hohen geschrieben.

Dass du dein eignes Volk gescholten,

Die Jugend hat es dir vergolten."


(Thou hast long enough had thy way, long enough reviled what is great; youth now requites thee for the insults offered to thine own nation.)


Ως σύμβουλος της ρωσικής αποστολής, ο Κοτζεμπούε κατά καιρούς έστελνε ραπόρτο στην Αγία Πετρούπολη και, κατά συνέπεια, υποτέθηκε ότι ήταν Ρώσος κατάσκοπος. Είναι πιθανό ότι οι επικοινωνίες του δεν ήταν παρά ακίνδυνες αναφορές για λογοτεχνικά θέματα, αλλά, όπως και να 'χει, στα μάτια των μαθητών, ήταν ο Βεελζεβούλ — ο Beelze-bue ή Kotze-bul. Στο Πανεπιστήμιο του Giessen εκείνη την εποχή, υπό την ηγεσία των τριών αδελφών Follen, φανατικών Ρεπουμπλικανών, είχε αναπτυχθεί ένα είδος Ριζοσπαστισμού, το οποίο χαιρόταν στην ιδέα της δολοφονίας των τυράννων και των οργάνων τους. Στα τραγούδια των μαθητών υπήρχαν τέτοιες εκφράσεις όπως: "Freiheitsmesser gezückt!—Hurrah! den Dolch durch die Kehle gedrückt." (Τραβήξτε το μαχαίρι της ελευθερίας από τη θήκη του!—Ζήτω! Καρφώστε το στιλέτο στο λαιμό.) Ο Karl Follen, το ηγετικό πνεύμα, είχε πλήρως υπό την επιρροή του αυτόν τον νεαρό, στενόμυαλο μυστικιστή, τον Karl Sand, ο οποίος είχε την εικόνα του Ιησού συνεχώς μπροστά στα μάτια του, και ο οποίος, στις 23 Μαρτίου 1819, κάρφωσε το στιλέτο του στο λαιμό του γέρου Κοτζεμπούε. Σε μια λωρίδα χαρτιού που άφησε δίπλα στο πτώμα, ήταν, μεταξύ άλλων, η φράση του Φόλεν: «Μπορεί κι εσύ να είσαι Χριστός».


Ήταν απολύτως σαφές ότι αυτή η δολοφονία, που διαπράχθηκε σε μια στιγμή θρησκευτικής έκστασης, δεν μπορούσε να χρεωθεί στη φιλελεύθερη νεολαία της Γερμανίας. εντούτοις, και ειδικότερα καθώς ο Sand έγινε είδος αγίου κατά τη λαϊκή εκτίμηση, ο Μέτερνιχ και ο Γκεντς, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας, ο βασιλιάς της Πρωσίας και ο Τσάρος, που εκνευρίστηκε από αυτή την ακραία έκφραση ρωσοφοβίας, ανέλαβαν ενωμένη δράση, και τα Ψηφίσματα του Karlsbad εγκρίθηκαν — προσωρινή, έκτακτη νομοθεσία για τα πανεπιστήμια, τους «δημαγωγούς» και τον Τύπο. Έτσι δημιουργήθηκε μια λογοκρισία του γερμανικού Τύπου, ίδια με αυτήν που επικρατεί τώρα στη Ρωσία. Ο Γκεντς δεν έκανε λάθος όταν την αποκάλεσε "τη μεγαλύτερη οπισθοδρομική κίνηση που είχε λάβει χώρα εδώ και τριάντα χρόνια."


Με το πρόσχημα της καταπολέμησης ενός μεγάλου επαναστατικού κόμματος, που γνώριζαν ότι δεν υπήρχε, οι Κυβερνήσεις ξεκίνησαν έναν πόλεμο διώξεων εναντίον αυτού που τότε ονομαζόταν Φιλελευθερισμός. Ακόμη και ο καθηγητής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, De Wette, απολύθηκε, επειδή είχε γράψει μια ιδιωτική συλλυπητήρια επιστολή στη μητέρα του Sand, την οποία επιστολή κατάσχεσε η αστυνομία. Η αντίδραση έφτασε να μεταλλαχθεί σε επίθεση στους άνδρες που αντιπροσώπευαν το γερμανικό εθνικό συναίσθημα που είχε προκύψει κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Jahn συνελήφθη, πρώτα φυλακίστηκε σε ένα φρούριο και στη συνέχεια στάλθηκε να ζήσει σε μια μικρή πόλη υπό την επίβλεψη της αστυνομίας. Ο Arndt μπλέχτηκε, ως «δημαγωγός», σε μια ποινική υπόθεση και έχασε την πανεπιστημιακή του θέση. Ο Görres, ο οποίος απολύθηκε, δραπέτευσε πέρα από τα σύνορα.


Στην Πρωσία η λογοκρισία δεν ασκήθηκε μόνο σε βιβλία και εφημερίδες που τυπώνονταν στη χώρα, αλλά επεκτάθηκε και στα ξένα έντυπα. Όλες οι γερμανικές εφημερίδες που εκδίδονταν στην Αγγλία, τη Γαλλία ή την Ολλανδία ήταν απαγορευμένες. Ολόκληρες οι βιβλιοθήκες ορισμένων εκδοτών, του Brockhaus, για παράδειγμα, υποβλήθηκαν σε ειδική λογοκρισία, λόγω ενός ή δύο πολιτικών φυλλαδίων που είχαν εκδοθεί από αυτούς. Σε όλα τα πανεπιστήμια διορίστηκαν έμπιστοι πράκτορες της κυβέρνησης για να παρακολουθούν τη διάθεση των φοιτητών και τις διαλέξεις των καθηγητών. Όλοι οι γυμναστικοί και φοιτητικοί σύλλογοι κατεδαφίστηκαν. Η λεγόμενη παλιά γερμανική φορεσιά και τα μαύρα, κόκκινα και χρυσά χρώματα απαγορεύθηκαν. Η αστυνομία διακρίθηκε ιδιαίτερα στην εφαρμογή αυτών των τελευταίων απαγορεύσεων: κυνηγούσαν παλτά, σκουφάκια, φούντες, κορδέλες και μπολ, και όποιος πιανόταν να φοράει ψάθινο καπέλο, κόκκινο γιλέκο και μαύρο παλτό, φυλακιζόταν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.


Μερικοί φοιτητές του Marburg στη δεκαετία του 1820 είχαν παραγγείλει αλουμινόχαρτα από ένα εργοστάσιο στο Solingen, και αναφέρθηκε ότι το συνηθισμένο εμπορικό σήμα, "Prinz", ήταν ανυπόφορο σε αυτά τα συγκεκριμένα φύλλα. Η κυβέρνηση της Έσσης-Κάσσελ κίνησε έρευνα για να ανακαλύψει εάν η παράλειψη είχε διαταχθεί από τους φοιτητές. Προς μεγάλη ενόχληση των αστυνομικών, δεν βρέθηκε αιτία κατηγορίας. «Λυπάμαι για τους πολιτικούς σας», είπε ο Γάλλος υπουργός, Κόμης ντε Σερ, στον περίφημο Niebuhr περίπου αυτή την εποχή: «κάνουν πόλεμο στους φοιτητές».


Παρατηρήθηκε ιδιαίτερη προσοχή για απαγορευμένους συνδυασμούς μεταξύ των φοιτητών. Όταν ο Arnold Ruge φυλακίστηκε, ο Herr von Kamptz έβαλε όλη την αστυνομία να βρει ένα μπαστούνι που του ανήκε, στο οποίο ήταν σκαλισμένα τα ονόματα ορισμένων φοιτητών της Ιένας, ενώ το corpus delicti κατασχέθηκε τελικά στο Stralsund. Ο Ρούγκε βασανίστηκε από μεγάλες παύσεις μεταξύ των εξετάσεών του, και έπρεπε να περάσει τα διαστήματα σε ένα κελί όπου η ζωή ήταν αφόρητη από τα παράσιτα. Ο Φριτς Ρόιτερ έπρεπε να εξιλεωθεί για το έγκλημα ότι «φόρεσε τα γερμανικά χρώματα στο φως της ημέρας» με φυλάκιση, πρώτα σε μια άθλια τρύπα στο Βερολίνο και αφού καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία, σε βρώμικα κελιά φρουρίου. Ένας νεαρός πολιτικός ακτιβιστής στη Βαυαρία καταδικάστηκε σε φυλάκιση σε φρούριο για προδοσία σε ένα κατηγορητήριο του οποίου μια από τις σοβαρότερες ρήτρες ήταν ότι στο δωμάτιό του βρέθηκε κάτι που έμοιαζε με τη ρόμπα Γερμανού πρίγκιπα. Κυρίως με την υποκίνηση της Αυστρίας, χιλιάδες νεαροί Πρώσοι είτε φυλακίστηκαν είτε οδηγήθηκαν στην εξορία. Εν ολίγοις, η φιλελεύθερη νεολαία της μεσαίας τάξης της Γερμανίας εκείνης της εποχής ήταν τόσο απροστάτευτη από το νόμο και τόσο πολύ διωκόμενη όσο στις μέρες μας η σοσιαλιστική εργατική και αγροτική νεολαία της Γερμανίας ή η φιλελεύθερη νεολαία της Ρωσίας.


Η πολιτική και η θρησκευτική αντίδραση πήγαν, ως συνήθως, χέρι-χέρι. Το έτος 1821, η Πρωσική Κυβέρνηση σύναψε ένα κονκορδάτο με τον Πάπα, το οποίο έδωσε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μια επιρροή στην Πρωσία, που θα ήταν αδιανόητη επί Φρειδερίκου του Μεγάλου. Τον επόμενο χρόνο μια νέα λειτουργία, που έμοιαζε περισσότερο με τη Ρωμαϊκή, εισήχθη στην Προτεσταντική Εκκλησία. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι η λέξη Προτεσταντισμός έπεσε τώρα σε ανυποληψία. Με υπουργικό διάταγμα του 1821, οι όροι Προτεσταντισμός και Διαμαρτυρόμενος απαγορεύτηκαν στην Πρωσία: οι λογοκριτές έλαβαν εντολή να μην δέχονται αυτές τις λέξεις στα κείμενα, αλλά να τις αντικαθιστούν με τη λέξη Ευαγγελικός.


Η θλίψη που κυριεύει όλα τα μυαλά που έχουν προοδευτική κλίση κατά τη διάρκεια μακρών και φαινομενικά απελπιστικών περιόδων αντίδρασης επιβάρυνε τώρα την πνευματική ελίτ της Γερμανίας. Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία έπεσε γρήγορα στην απάθεια και την πολιτική αδιαφορία. Με την αντίδραση, που στην αρχή τους επιβλήθηκε από έξω, σύντομα εξοικειώθηκαν. Πολλοί άρχισαν να πιστεύουν ότι ένα αντιπροσωπευτικό σύνταγμα, όπως αυτό που αποτελούσε υπόσχεση του βασιλιά στην Πρωσία και συνεχώς αναβαλλόταν, δεν είχε καμία αξία. Άλλοι ένιωθαν βαθιά ότι η Πρωσία, που είχε κάνει τέτοιες θυσίες στον πόλεμο με τον Ναπολέοντα, δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει σύνταγμα, ενώ τα κράτη της Νότιας Γερμανίας, που είχαν αναγκαστεί να συμμαχήσουν με τον εχθρό, απολάμβαναν από καιρό λαϊκή κυβέρνηση και το προνόμιο του κοινοβουλευτικού διαλόγου· αλλά έκρυβαν τη ντροπή τους κάτω από μια μάσκα περιφρόνησης για τους νότιους κοινοβουλευτικούς, μια περιφρόνηση που έμοιαζε έντονα με φθόνο και θυμό. Επισημάνθηκε με κακόβουλο τρόπο ότι η Bundestag, στην οποία κυριαρχούσαν η Αυστρία και η Πρωσία, φρόντισε να κλαδευτούν καλά τα δέντρα του κοινοβουλευτικού συστήματος της Νότιας Γερμανίας. Οι διάφορες κυβερνήσεις είχαν, επιπλέον, κατορθώσει να δυσφημήσουν την εναλλακτική που είχε προκύψει στα κράτη της Νότιας Γερμανίας. Οι υπουργοί συχνά κατάφερναν να αποτρέψουν μια εκλογή που τους ήταν ασύμφορη, κέρδιζαν επίσης τους αντιπάλους με την άμεση δωροδοκία ή τον φόβο της απόλυσης, και είχαν πάντα το τελικό δικαίωμα, στο οποίο κατέφευγαν συχνά, να αγνοούν πλήρως τα αντιπολιτευτικά ψηφίσματα των Επιμελητηρίων. Καθώς η εξουσία ήταν στα χέρια των Κυβερνήσεων, ήταν από τη φύση των πραγμάτων ότι οι εργασίες των Βουλών, μέχρι το 1830, δεν είχαν σοβαρό ενδιαφέρον.


Ο γερμανικός Τύπος δεν είχε ποτέ αποκτήσει πνεύμα αντιπολίτευσης. Κάθε συζήτηση για κρατικά ζητήματα πλέον απαγορευόταν, ο Τύπος έπρεπε να περιοριστεί, όσον αφορά την πολιτική, στην απλή καταγραφή των γεγονότων και να γεμίσει τις στήλες του με δικαστικά νέα, αφηγήσεις για καταιγίδες και πλημμύρες, τη γέννηση θαυμαστών τεράτων στο ζωικό βασίλειο και την εμφάνιση νέων σταρ στον θεατρικό, κόσμο.


Οι καλλιεργημένες τάξεις αναζητούσαν ένα είδος αποζημίωσης για τον αποκλεισμό τους από την πολιτική σε ένα ξέφρενα υπερβολικό ενδιαφέρον για το θέατρο. Ποτέ η λατρεία μιας πριμαντόνας ή μιας χορεύτριας μπαλέτου δεν είχε φτάσει σε τόσο ακραία επίπεδα. Στο Βερολίνο της δεκαετίας του 1820 κάθε άλλο ενδιαφέρον συγχωνεύθηκε στο ζήτημα της ανωτερότητας της γερμανικής ή της ιταλικής μουσικής. Ο εγγράμματος κόσμος δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά την αντιπαλότητα μεταξύ Σποντίνι και Βέμπερ. Όταν ο Börne ήρθε στο Βερολίνο το 1828, η κοινή γνώμη ήταν τόσο απορροφημένη με τη διάσημη τραγουδίστρια, Henriette Sontag, που κανείς δεν θυμόταν τίποτα για τον Börne, εκτός από το ότι είχε γράψει ένα άρθρο για αυτήν. Στα Γράμματά του από το Παρίσι (στο "Härings-Salat") δίνει μια πνευματώδη και όμως αληθινή αφήγηση για το πώς τον συναντούσαν και τον χαιρετούσαν παντού με την κραυγή: "Αυτός είναι ο άνθρωπος που έγραψε για την Sontag!" Ακόμη και το 1832, όλα —η αναταραχή στη Γαλλία, η Πολωνική ήττα, η συμπάθεια προς τους εξόριστους Πολωνούς— ξεχάστηκαν γρήγορα μέσα στον ενθουσιασμό για τα πόδια της μεγάλης χορεύτριας Taglioni, που τότε ξεκινούσε για τη θριαμβευτική της πορεία στην Ευρώπη. Ο κύριος εκπρόσωπος του αντιδραστικού πνεύματος στην Πρωσία, ο Hofmarschall και μελλοντικός διπλωμάτης, στρατηγός Theodor Heinrich von Rochow, γράφει τον Μάιο του 1832 στον φον Νάγκλερ, τον επικεφαλής των Ταχυδρομείων: «Πρέπει να χορεύει, γιατί αυτό δημιουργεί χαρά και η χαρά αυτή κυριεύει τις μάζες. Η μιμητική χάρη της Taglioni διέλυσε τα απειλητικά σημάδια των καιρών.» Η λέξη κυριεύει εδώ είναι σημαντική. Η παράσταση δεν ήταν απλώς ευχάριστη, αλλά πραγματικά κυρίευσε το ενδιαφέρον του κόσμου, ώστε να ξεχαστεί άμεσα η Ιουλιανή Επανάσταση στη Γαλλία και κάθε σκέψη παρόμοιας επανάστασης στη Γερμανία.


Σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, η γενιά εκείνης της εποχής αυτοκολακεύτηκε με μια ειδωλοποίηση του ογδοντάχρονου Γκαίτε. Ήταν μια γενιά που δεχόταν όλα όσα έγραψε ή έλεγε ο ηλικιωμένος δάσκαλος ως σοφία και ομορφιά και έμπνευση για ποίηση. Σε όλη του τη ζωή χρειάστηκε να παλέψει ενάντια στο μίσος και την παρεξήγηση. Τώρα ο σεβασμός γι' αυτόν έφτασε στο γελοίο. στο Βερολίνο έφτασε στα όρια της ηλιθιότητας: κάποιος βασιλικός σύμβουλος Σουλτς, απηύθυνε στον Γκαίτε το παρακάτω ποίημα στα ογδοηκοστά του γενέθλια το 1829:


"Ich wollt, ich war ein Fisch—so wohlig und frisch—und ganz ohne Gräten—So war ich für Goethen—gebraten am Tisch—ein köstlicher Fisch."


(I wish I were a fish—lively and fresh—and without any bones—Then I should be for Goethe—fried for his table—a delicious fish.)


Στα γράμματα του Ζέλτερ προς τον Γκαίτε γράφει, σχετικά με το θέμα του έργου του ποιητή "Ελπήνωρ": «Οι μεταγενέστεροι δεν θα πιστέψουν ότι ο ήλιος των ημερών μας είδε την επικείμενη έκβαση ενός τέτοιου έργου». Όλοι εκείνοι που για μισό αιώνα είχαν εμποδίσει την πορεία του Γκαίτε όσο το όνομά του ανήκε ακόμη στη μαχητική λογοτεχνία, έγιναν θιασώτες του από τη στιγμή που αυτό το όνομα απέδωσε αδιαμφισβήτητη εξουσία και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένα είδος συντηρητικού και εθνικού εμβλήματος. Με εξαίρεση, όμως, το έργο του γηραιού Γκαίτε, η λογοτεχνία αυτή την περίοδο στη Γερμανία μαραζώνει. Η ημέρα της ρομαντικής ποιητικής φαντασίας είχε φτάσει στο τέλος της — ο Raupach και ο Müllner πλέον κυβερνούσαν τη σκηνή του θεάτρου, και ο Clauren αυτήν της μυθοπλασίας. Η ελαφρά λογοτεχνία βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στη λάσπη της χυδαιότητας και της λαγνείας.

Comments

Popular posts from this blog

Domenico Losurdo: Η διεθνής προέλευση του ναζισμού

Σχετικά με το σύνθημα "Φιλελευθερισμός = Μαρξισμός"

Ludwig Marcuse: Αντιδραστικός και Επαναστατικός Ρομαντισμός