Ντομένικο Λοζούρντο: Σιωνισμός, αντισιωνισμός και αντισημιτισμός

 

Σελίδες 205-247 από το βιβλίο του Ντομένικο Λοζούρντο "Η γλώσσα της Αυτοκρατορίας, Λεξικό της Αμερικανικής Ιδεολογίας", εκδόσεις Α/συνέχεια, 2010, μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση


1. «Ο σιωνισμός ως μορφή αντισημιτισμού»

Όπως .έχει πει ένας φιλόσοφος, από τους πιο αγαπημένους των εντύπων της κυρίαρχης ιδεολογίας (Μπερνάρ Ανρί Λεβί), όπως ο αντιαμερικανισμός έτσι και ο «αντισιωνισμός είναι μια μορφή αντισημιτισμού». Ξεκαθαρίσαμε μέχρι τώρα το ανυπόστατο του πρώτου ισχυρισμού. Μήπως ο δεύτερος είναι πιο πειστικός; Γνωρίζουμε καλά τις ριζικές μεταβολές που υπέστησαν στην ιστορία οι έννοιες των λέξεων που αποτελούν και το αντικείμενο αυτού του βιβλίου, όμως η σύγχρονη ερμηνεία του «αντισιωνισμού» μας θυμίζει ένα πολύ χαρακτηριστικό γεγονός. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Χερτζλ καταγράφει τη διαδεδομένη -τότε- άποψη που θεωρούσε «το σιωνισμό ως μια μορφή αντισημιτισμού». Και όχι άδικα, γιατί με την πραγμάτωση του σιωνιστικού οράματος θα μπορούμε να πούμε:

"Οι αντισημίτες είχαν δίκιο. Ας το παραδεχτούμε, και θα μείνουμε κι εμείς ικανοποιημένοι. Πρέπει να το παραδεχτούμε, γιατί έχουν δίκιο. Δεν ήταν δυνατό να υποταχτούν σε εμάς, στο στρατό, στη διοίκηση, σε όλους τους τομείς του εμπορίου. Κι αυτό πρέπει να το δεχτούμε ως έκφραση ευγνωμοσύνης που μας ελευθέρωσαν από τα γκέτο. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ αυτή τη μεγαλόψυχη ενέργεια των πολιτισμένων λαών."

Με δεδομένη την πνευματική και οικονομική δραστηριότητα και ενεργητικότητα του λαού εβραϊκής καταγωγής, η ίδρυση ενός εβραϊκού Κράτους έξω από την Ευρώπη θα είναι προς το συμφέρον τόσο των σιωνιστών όσο και των αντισημιτών: οι πρώτοι θα δουν να πραγματοποιούνται οι εθνικοί (και θρησκευτικοί) τους πόθοι, οι δεύτεροι θα ξεφορτωθούν κάποιους ενοχλητικούς. Πράγματι, αυτοί που εύχονται να υλοποιηθεί η «προφητεία του Χερτζλ» και που τάσσονται υπέρ του σιωνισμού («η Παλαιστίνη στους Εβραίους! Οι Εβραίοι στην Παλαιστίνη!») είναι στη Γαλλία (χώρα που στα τέλη του 19ου αιώνα βρίσκεται επικεφαλής της αντι-εβραϊκής εκστρατείας) οι πιο φλογεροί αντισημίτες, οι μαθητές και οπαδοί του Εντουάρ Ντριμόν, που συναντάει προσωπικά τον Χερτζλ και γράφει μια πολύ ευνοϊκή κριτική για το βιβλίο του Το Εβραϊκό Κράτος, όπου ξεκαθαρίζει μια για πάντα πώς μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα των Εβραίων. Αρκεί «να τους στείλουμε όλους στην Παλαιστίνη».

Η κατάσταση δεν αλλάζει με την επέλαση του καθαρά φασιστικού αντισημιτισμού. Υπέρ της υπόθεσης του σιωνισμού τάσσονται ο Λουί Φερντινάν Σελίν (με ένα κείμενό του Bagatelles pour un massacre, που διαπνέεται από έναν ιδιαίτερα ειδεχθή αντισημιτισμό) και ένας ομοϊδεάτης και θαυμαστής του, ο Ρενέ Γκοντιέ, που εκφράζει την έντονη υποστήριξή του σε «έναν καθαρά εβραϊκό εθνικισμό, με τη γλώσσα, τις παραδόσεις, τα ήθη και την κουλτούρα του». Το 1943, στον τίτλο ενός άρθρου του, ο Μαρσέλ Ντεά εύχεται τη δημιουργία ενός «εβραϊκού κράτους». Τέλος, στην πνευματική του διαθήκη ο Πιέρ Ντριέ Λα Ροσέλ γράφει: «Θα παραμείνω αντισημίτης (υποστηρικτής των Εβραίων σιωνιστών) μέχρι την τελευταία μου πνοή [ ... ]. Εξάλλου μ' αρέσουν οι φυλές που παραμένουν στον τόπο τους. Θα αγαπούσα ολόψυχα τους Εβραίους αν παρέμεναν στον τόπο τους. Τότε θα ήταν πράγματι ωραίος λαός».

Το 1967, πολλά χρόνια μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με αφορμή τον πόλεμο των Έξι Ημερών, ο Ξαβιέ Βαλά, που είχε διατελέσει υπουργός για τις Εβραϊκές Υποθέσεις στη δοσίλογη κυβέρνηση του Βισί, δημοσιεύει άρθρο με τίτλο: Γιατί είμαι σιωνιστής. Οι Εβραίοι «αρνούνται την αφομοίωση», αλλά δεν μπορούμε να δεχτούμε «ένα κράτος εν κράτει». Έτσι: «η μόνη λογική και αποτελεσματική λύση για το εβραϊκό ζήτημα είναι ο αδιάλλακτος σιωνισμός». Με ανάλογη επιχειρηματολογία και με την ίδια αφορμή, ένα παλιό πρωτοπαλίκαρο του γαλλικού αντισημιτισμού (ο Λυσιέν Ρεμπατέ) εκφράζεται, από τις στήλες ενός περιοδικού της άκρας Δεξιάς (Riνarol) : «Η υπόθεση του Ισραήλ είναι υπόθεση όλης της Δύσης», που δεν μπορεί παρά να εύχεται «τη νίκη του σιωνιστικού στρατού».

Οι αντισημίτες ή ιουδαιοφοβικοί που προαναφέραμε, όχι μόνο υποστηρίζουν το σιωνισμό, αλλά όπως ήδη έχουμε επισημάνει, ενεργούν σύμφωνα με «έναν αδιάλλακτο και επιθετικό σιωνισμό» για ένα «μεγάλο Ισραήλ», συμφωνούν με «ένα ριζοσπαστικό σιωνιστικό σχέδιο» «με ουσιαστικά απεριόριστες εδαφικές βλέψεις». Και οι Άραβες; Την πιο καθαρή απάντηση στο ερώτημα αυτό τη δίνει ένα άλλο ηγετικό στέλεχος του αντισημιτισμού, δηλαδή της γαλλικής «σιωνιστικής» ιουδαιοφοβίας (ο Χερμάν ντε Βρις ντε Χεεκελίνγκεν), που έγραψε το 1941 ένα τεκμηριωμένο δοκίμιο για να αποδείξει τη διορατικότητα του «Τέοντορ Χερτζλ, δημιουργού του σύγχρονου σιωνισμού». Σύμφωνα με αυτό, η Γαλλία και η Ευρώπη θα ξαναβρούν τη φυλετική τους καθαρότητα μόνο αν οι Εβραίοι εγκατασταθούν στη Μέση Ανατολή, σε ένα Κράτος αρκετά μεγάλο για να χωρέσει όλη τη Διασπορά: αυτό πρέπει να συμπεριλάβει την Παλαιστίνη και την Υπεριορδανία, ίσως και «ένα τμήμα της Συρίας και της Μεσοποταμίας». Όμως τι πρέπει να γίνει με όσους ήδη κατοικούν σε αυτά τα εδάφη; «Υπάρχει χώρος υποδοχής για όσους Άραβες θελήσουν να μεταναστεύσουν». Καλά θα κάνουν να δεχτούν τη «μετοίκηση» σε «άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας ή της Αφρικής». Από την άλλη, «προέχει το συμφέρον όλης της ανθρωπότητας από το συμφέρον μιας μειοψηφίας». Για να ξεφορτωθεί τους ανεπιθύμητους, η Δύση πρέπει να ολοκληρώσει «την επίλυση του περίπλοκου εβραϊκού προβλήματος»: συνεπώς αν οι Άραβες συνεχίσουν να αντιτίθενται στο σιωνισμό, θα πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε με «δυναμικά μέσα». Στα τέλη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου «εκτοπίστηκαν ολόκληροι λαοί» (transporte): γιατί δεν μπορεί να γίνει το ίδιο και με τους Άραβες; Αυτό είναι το τίμημα που απαιτείται για την υλοποίηση της «οριστικής επίλυσης (solution definitive) του εβραϊκού προβλήματος». Η έκφραση αυτή μοιάζει να προαναγγέλλει την έκφραση που θα χρησιμοποιήσουν αργότερα οι ναζιστές. Όμως ο Γάλλος συγγραφέας τη χρησιμοποιεί για να δηλώσει όχι την εξόντωση των Εβραίων, αλλά τον εκτοπισμό των Αράβων.Το παράδειγμα που φαίνεται να έχουν κατά νου, ήταν ο εκτοπισμός των Αρμενίων που κατέληξε τελικά στη γενοκτονία τους.

Η συνάφεια ανάμεσα στο σιωνισμό και στον αντισημιτισμό δεν είναι φαινόμενο που συναντάται αποκλειστικά στη Γαλλία. Αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο μύθος περί «εβραιο­μπολσεβίκικης συνωμοσίας» διαδίδεται και στην Αγγλία, όπου ένα ριζοσπαστικό αντισημιτικό κίνημα (the Britons) απαιτεί δραστικά μέτρα: πρέπει να αφαιρεθεί από τους Εβραίους η ιθαγένεια και να τους επιβληθεί ο σιωνισμός, ώστε να μετατραπεί η Παλαιστίνη σε ένα «διεθνές γκέτο». Έτσι ερμηνεύεται η αιχμηρή παρατήρηση κατά του σιωνισμού του Λουσιέν Γουλφ, υπεύθυνου της αγγλικής εβραϊκής κοινότητας για τις διεθνείς σχέσεις: «Οι αντισημίτες είναι ξεκάθαρα φλογεροί και μαχητικοί σιωνιστές».

Σίγουρα πρέπει να επικεντρωθούμε κύρια στη Γερμανία. Το 1920 ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, μελλοντικός υπουργός του Τρίτου Ράιχ, ήδη από τότε συγγραφέας αντισημιτικών λίβελων, γράφει: «πρέπει να υποστηρίξουμε αποφασιστικά το σιωνισμό, έτσι ώστε κάθε χρόνο να μεταφέρουμε αρκετούς γερμανο­εβραίους προς την Παλαιστίνη, ή εν πάση περιπτώσει, έξω από τα σύνορα της Γερμανίας».

Με την ευκαιρία αυτή ας μην ξεχνάμε την παρατήρηση της Άρεντ σχετικά με την ενθουσιώδη υποδοχή από τους ναζιστές, στην εποχή της, των θέσεων του Χερτζλ, όπως αυτές αναλύο­νταν στο βιβλίο του Το Εβραϊκό Κράτος:

"Διαβάζοντας αυτό το διάσημο σιωνιστή, ο Άιχμαν ασπάστηκε άπαξ διά παντός το σιωνισμό [ ... ]. Ήδη από το 1939 αυτός αντέδρασε όπως φαίνεται στη βεβήλωση του τάφου του Χερτζλ στη Βιέννη, και κάποιοι έλεγαν πως τον είδαν με πολιτικά στην τελετή για την 35η επέτειο από το θάνατο του Χερτζλ."

Εξάλλου, ας μη λησμονούμε την αμφισημία που χαρακτηρίζει το ναζισμό και φαίνεται ιδιαίτερα στον Χίτλερ. Αυτός, από τη μια εκφράζει έναν άγριο αντισημιτισμό με γενοκτονικές τάσεις, ακόμη και απέναντι στους σιωνιστές που κατηγορούνται για διπλοπροσωπία επειδή δεν θέλουν να φέρουν οριστικά σε πέρας την εκτόπιση των Εβραίων στην Παλαιστίνη και επειδή στην πραγματικότητα δεν επιδιώκουν τη δημιουργία ενός εθνικού Κράτους αλλά την παγκόσμια κυριαρχία. Από την άλλη, στο Mein Kampf αναφέρεται στο «σιωνισμό» ως «ένα μεγάλο κίνημα» για την υποστήριξη και επικράτηση του «νolkish χαρακτήρα του εβραϊσμού». Αυτή η θέση έχει σημασία αν αναλογιστούμε πως ο Χίτλερ εννοεί εδώ έναν «νolkish εθνικισμό». Ο σιωνισμός θα ήταν καλός αν κατόρθωνε να εκδιώξει τους Εβραίους από την Ευρώπη και τη Δύση και να διαλύσει την πολυφυλετική και πολυπολιτισμική κοινότητα που έχει απλώσει τα φοβερά πλοκάμια της εκεί.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η βραχύβια «απεχθής συμμαχία» ανάμεσα στο ναζισμό και το σιωνισμό. Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο και την εύστοχη περιγραφή αυτού του φαινομένου που έχει κάνει ένας επιφανής Αμερικανός ιστορικός εβραϊκής καταγωγής. Κι όμως, αμέσως μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, βλέπουμε «ναζιστές και σιωνιστές σε αγαστή συμφωνία, να παλεύουν μαζί για την απέλαση των Εβραίων». Σε αυτό βασίζεται και η συντονισμένη επίθεση κατά των αφομοιωμένων Εβραίων, με τους σιωνιστές να χρησιμοποιούν επιχειρήματα «που προσομοιάζουν δραματικά με τη ναζιστική θέση για αφαίρεση της γερμανικής υπηκοότητας από τους Εβραίους». Αντιλαμβανόμαστε έτσι γιατί η «Juedische Rundschaω», έντυπο των σιωνιστών, εξαιρείται ουσιαστικά από το κύμα απαγορεύσεων και διώξεων κατά του γερμανικού τύπου αμέσως μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου 1933. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 7 Απριλίου, η εφημερίδα αυτή καλεί σιωνιστές και ναζιστές να γίνουν «έντιμοι εταίροι». Στα τέλη του μήνα, ένας αξιωματούχος των Ες-Ες που ασχολείται με το εβραϊκό ζήτημα, ο βαρώνος Λέοπολντ φον Μιλντενστάιν, επισκέπτεται το Τελ Αβίβ και άλλες πόλεις και σχηματίζει θετική γνώμη:

"Τραβήξαμε πολλές φωτογραφίες και στείλαμε στη Γερμανία πολλά σουβενίρ. Περίπου 18 μήνες αργότερα δημοσιεύτηκε στο Der Angriff ολόκληρη σειρά φωτογραφιών με τον τίτλο «Ένας ναζιστής επισκέπτεται την Παλαιστίνη». Η εφημερίδα του Γκέμπελς υπερηφανευόταν τόσο γι' αυτή τη δημοσίευση, που έφτασε στο σημείο να κυκλοφορήσει ειδικό αναμνηστικό νόμισμα με την ευκαιρία του ταξιδιού: το νόμισμα από τη μια μεριά είχε τη σβάστικα και από την άλλη το άστρο του Δαυίδ."

Την ίδια στιγμή που το καθεστώς θεσμοθετεί την Gleichschaltung (διαδικασία μέσω της οποίας το ναζιστικό καθεστώς εγκαθίδρυσε σταδιακά ένα σύστημα απολυταρχικού ελέγχου του κάθε ατόμου και όλων των τομέων της κοινωνίας) πρώτος θέλει να προωθήσει τον εβραϊκό εποικισμό της Παλαιστίνης, βλέποντας απειλητικά σύννεφα στον ορίζοντα, ενώ ο δεύτερος με ένα διακαή πόθο να ξαναβρεί τη χαμένη άρια καθαρότητα, θέλει να απαλλαγεί το συντομότερο δυνατόν από μια επιμολυντική φυλετική παρουσία και παράλληλα να θέσει τέρμα στο μποϊκοτάζ που έχουν εξαγγείλει διάφορες εβραϊκές, κύρια αμερικανικές, οργανώσεις.

Από την άλλη, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η σύγκλιση που προαναφέραμε, αντικατοπτρίζει μια λογική που δεν χαρακτηρίζει μόνο τον εβραϊκό κόσμο. Το 1922 ο Γκάρβεϊ, ο γνωστός αφροαμερικανός ηγέτης, επιχείρησε να έρθει σε επαφή με την Κου Κλουξ Κλαν: οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της λευκής υπεροχής θα μπορούσαν να δουν με συμπάθεια το ζήτημα της επιστροφής των μαύρων που τόσο μισούσαν, στην Αφρική. Ίσως ο υπέρμαχος του μαύρου σεπαρατισμού (που είχε ως πρότυπο τον σιωνισμό), να παρακινήθηκε σε αυτό από τις καλές σχέσεις που είχαν αρχίσει να συνάπτονται ανάμεσα σε σιωνιστές και αντισημίτες.

2. Η εβραϊκή κουλτούρα και η κριτική του σιωνισμού ως συνώνυμου της επιστροφής στο «γκέτο» και ως αποικιακού σχεδίου

Όπως οι Αφροαμερικανοί στην πλειοψηφία τους βλέπουν με περιφρόνηση τους μαύρους σεπαρατιστές και τις απόπειρές τους για συμμαχία με τους λευκούς ρατσιστές, έτσι αντιμετωπίζει αρχικά τους σιωνιστές η εβραϊκή κοινότητα, στο εσωτερικό της οποίας συνυπάρχουν αφομοιωτικές και ριζοσπαστικές τάσεις που στοχεύουν στον επαναστατικό μετασχηματισμό της Δύσης και του κόσμου ολόκληρου: αν και με διαφορετικούς στόχους, και οι δύο τάσεις κωφεύουν στις εκκλήσεις για επιστροφή στις ρίζες. «Εκτός από τους αντισημίτες, μέχρι τώρα έχω ακούσει μόνο ένα νεαρό Εβραίο να θέλει να γίνει πατρίδα μας η Παλαιστίνη»: αυτή είναι μια χαρακτηριστική παρατήρηση ενός από τους ήρωες νεανικού μυθιστορήματος του Χερτζλ. Ο Χερτζλ τονίζει με λύπη την εχθρότητα των «Εβραίων αντιπάλων μας», που επιθυμούν την αφομοίωση και δεν συγκινούνται από «τον καθαρά εθνικιστικό ιουδαϊσμό των σιωνιστών». Μάλιστα -διαμαρτύρεται με τη σειρά του ο Νορντάου- οι «Εβραίοι αφομοιωτικοί» δηλώνουν απερίφραστα πως «οι σιωνιστές έχουν κοινούς στόχους με τους αντισημίτες και είναι σύμμαχοί τους». Υπάρχουν και κάποιοι -παραπονιέται ο Χερτζλ- που θεωρούν τους Εβραίους σιωνιστές ως «αντισημίτες Εβραίους». Στην πραγματικότητα, ο σιωνισμός αν και έχει απήχηση στους ιουδαιοφοβικούς και τους αντισημίτες, γρήγορα έρχεται σε αντιπαράθεση με πολλούς εβραϊκούς κύκλους. Στο βιβλίο αυτό, αφήνοντας κατά μέρος τους ορθόδοξους σιωνιστές που συνέ­δεαν την επιστροφή στη Σιών με την πραγμάτωση των μεσσια­νικών τους προσδοκιών, θέλω να ασχοληθώ κύρια με τη στάση αυτών που επιθυμούσαν την αφομοίωση.

Γνωρίζουμε καλά πως οι σιωνιστές επανέφεραν στο προσκήνιο την παλιά άποψη που τόνιζε τα θετικά συλλογικά χαρακτηριστικά της εμπειρίας των γκέτο και μιλήσαμε ήδη για τους Άγγλους αντισημίτες που εύχονταν να λυθεί το «εβραϊκό ζήτημα» με τη μετατροπή της Παλαιστίνης σε ένα «οικουμενικό γκέτο». Από την άλλη πλευρά, η Ρόζα Λούξεμπουργκ κατήγγειλε το εβραϊκό Κράτος που επιδίωκαν να ιδρύσουν οι σιωνιστές, ως «το γκέτο της Παλαιστίνης», ως επινόηση των σεπαρατιστών και των οπαδών της φυλετικής καθαρότητας. Πράγματι ο Χερτζλ καλεί σε εγρήγορση ενάντια στον κίνδυνο των «μικτών γάμων», των «φυλετικών επιμιξιών» (Rassenνermischung) και στην «εξαφάνιση των Εβραίων ως συνέπεια αυτών των επιμιξιών», και επανειλημμένα επαινεί τους Εβραίους «που παραμένουν πιστοί στη φυλή τους» (stammestreu) σε αντίθεση με τους αφομοιωμένους που αξίζουν μόνο την περιφρόνηση: αυτοί «για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Δαρβίνου, έχουν μόνο χρωστική χρησιμότητα», δηλαδή χρησιμεύουν μόνο για να δώσουν το χρώμα τους σε μια γενιά, σε μια φυλή αλλιώτικη και περίεργη. Ο Νορντάου μιλάει ακόμη πιο απροκάλυπτα. Κατ' αυτόν απαιτείται ένας «διαχωρισμός με βάση τη φυλετική καθαρότητα» (reinliche Scheidung), για να σταματήσει η αφομοίωση που θεωρείται μόλυνση και θανάσιμος κίνδυνος: επειδή αυτή θα οδηγήσει στην απώλεια της «εθνικής ταυτότητας», στον «ίσως αργό, αλλά σίγουρο θάνατο του εβραϊκού έθνους» που χάρη uτο σιωνισμό, μόλις άρχισε να συνειδητοποιεί την «φυλετική του υπεροχή». Καταλαβαίνουμε απόλυτα την υιοθέτηση αυτών των απόψεων από τους αντισημιτικούς κύκλους: ας θυμηθούμε για παράδειγμα τους Άγγλους αντισημίτες, που ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 αγωνίζονταν για να απαγο­ρευτούν οι μικτοί γάμοι και να γίνει υποχρεωτικός ο σιωνισμός για τους Εβραίους, ώστε να απομακρυνθεί μια και καλή ο κίνδυ­νος επιβλαβών επιμιξιών και φυλετικών μολύνσεων.

Καταλαβαίνουμε επίσης, στην αντίθετη πλευρά, την αντίδραση ορισμένων εβραϊκών κύκλων που βλέπουν με τρόμο την πολιτική της φυλετικής καθαρότητας. Αιχμηρές και ειρωνικές είναι οι παρατηρήσεις της Άρεντ: το 1963, με αφορμή τη δίκη του Άιχμαν, «Ο Εισαγγελέας κατήγγειλε τους ειδεχθείς νόμους της Νυρεμβέργης του 1935, που απαγόρευαν τους μικτούς γάμους και τις σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε Εβραίους και Γερμανούς». Κι όμως την ίδια στιγμή που διατυπωνόταν αυτή η κατηγορία, στο Ισραήλ ίσχυε μια παρόμοια νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία «ένας Εβραίος δεν μπορεί να παντρευτεί μη-Εβραία». Κι όχι μόνο αυτό. Ο «ραβινικός νόμος» περιέχει μια σειρά διακρίσεων εθνικιστικού τύπου: «τα παιδιά που γεννιούνται από μικτούς γάμους χαρακτηρίζονται από το νόμο νόθα (ενώ τα εξώγαμα παιδιά Εβραίων γονέων μπορούν να αναγνωριστούν νόμιμα στη συνέχεια), κι αν κάποιος κατά τύχη έχει μητέρα μη-Εβραία, δεν μπορεί ούτε να παντρευτεί ούτε να ταφεί με κανονική-νομότυπη κηδεία».

Ακόμη πιο πέρα προχωρά μια ανάλογη κριτική του Βίκτορ Κλέμπερερ. Αυτός, αν και αναγκασμένος να κρύβεται για να γλιτώσει τις διώξεις και την «τελική λύση» που επιφύλασσε το Τρίτο Ράιχ για τους Εβραίους, δεν διστάζει, με αφορμή τα γραπτά και την ιδεολογία του Χερτζλ, να μιλήσει για «την περίεργη και έντονη συνάφειά τους με το χιτλερισμό». Ο Κλέμπερερ, αναφερόμενος πιθανά από τη μια στη φρίκη που προκαλούν οι μικτοί γάμοι και οι «φυλετικές επιμιξίες» στον ιδρυτή του σιωνισμού ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, και από την άλλη στους νόμους που ψηφίζονται από το Τρίτο Ράιχ στη Νυρεμβέργη (που απαγορεύουν το γάμο των Αρίων όχι μόνο με Εβραίους, όπως γράφει η Άρεντ, αλλά και με τσιγγάνους ή «μιγάδες»), καταλήγει σε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα: «Η φυλετική θεωρία του Χερτζλ είναι η πηγή έμπνευσης των ναζιστών, μια που αυτοί αντιγράφουν το σιωνισμό και όχι το αντίστροφο». Τουλάχιστον στην περίπτωση αυτή, ο σιωνισμός αποτελεί τη βάση της lingua tertii lmperiί (γλώσσας του Τρίτου Ράιχ). Αργότερα, στη συστηματική ανάλυση της ορολογίας του Τρίτου Ράιχ, παρόλο που προσέχει ιδιαίτερα να μη συγχέει βιαστικά και επιπόλαια δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικό­τητες, ο επιφανής φιλόσοφος διατυπώνει την άποψη ότι ίσως ο μελλοντικός Φύρερ να είχε γνωρίσει στη Βιέννη «τους τρόπους έκφρασης και σκέψης του Χερτζλ».

Προχωρώντας στην κριτική του, ο Κλέμπερερ εκφράζει τη συμπάθειά του προς τον αραβικό πληθυσμό που εξεγείρεται ενάντια στην απαλλοτρίωση της γης του και στην αποικιοποίηση, καθώς και σε μια «μοίρα παρόμοια με αυτή των Ινδιάνων» που τους επιφύλασσαν οι έποικοι σιωνιστές. Πράγματι, ο ίδιος ο Χερτζλ παρομοιάζει την κατάσταση αυτή με το αμερικανικό μοντέλο της προέλασης προς την Άγρια Δύση, με τη διευκρίνιση πως οι σιωνιστές θέλουν να προχωρήσουν σε ξεκάθαρες και συγκεκριμένες «καταλήψεις εδαφών» που δεν θα αφήνουν περιθώρια για αυτοσχεδιασμούς. Πρέπει να αποφύγουν τον «απλοϊκό τρόπο» που εφαρμόζεται στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, όπου «η κατάκτηση νέων εδαφών (που αποσπώνται από τους Ινδιάνους) συνοδεύεται από αντιδικίες ή ακόμη και βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στους εποίκους. Τα ίδια επαναλαμβάνει και ο Νορντάου, που πιστεύει ότι αυτοί που «αγωνίζονται για τη μεταφορά των Εβραίων στην Παλαιστίνη» βαδίζουν στα χνάρια των δοξασμένων «Πατέρων Ιδρυτών» της Αμερικής.

Φαίνεται λοιπόν, πόσο καταστροφική είναι η υιοθέτηση ενός ιστορικού μοντέλου που είχε ως συνέπεια την απαλλοτρίωση της γης και τον εκτοπισμό (και εξόντωση) των Ινδιάνων. Αμέσως μετά τον πόλεμο, η Άρεντ καταγγέλλει τα σχέδια «μεταφοράς των Αράβων της Παλαιστίνης στο Ιράκ» και το εκρηκτικό μίγμα του <ωπερεθνικισμού», του «θρησκευτικού μυστικισμού» και της ιδεοληψίας περί «φυλετικής υπεροχής». Για να χρησιμοποιήσουμε «την ορολογία των πιο φανατικών εθνικιστών», ο σιωνισμός παρουσιάζεται ξεκάθαρα ως «παν-σημιτισμός». Γιατί όμως ο πανσημιτισμός πρέπει να θεωρείται καλύτερος από τον παν-γερμανισμό; Αν προσέξουμε καλά, ο σιωνισμός «δεν είναι παρά η άκριτη παραδοχή του γερμανικού εθνικισμού», που παρουσιάζει τα έθνη ως <<υπερφυσικούς βιολογικούς οργανισμούς». Όμως και για τον Χερτζλ «το μόνο που υπάρχει είναι όμοια σύνολα ανθρώπων που μοιάζουν με βιολογικούς οργανισμούς, αλλά είναι αθάνατοι κατά μυστηριώδη τρόπο». Και πάλι, μιλώντας για το «γερμανόπνευστο εθνικισμό» με τα «βιολογικά» μοτίβα, καταλήγουμε στο ναζισμό ή τουλάχιστον στην ιδεολογία που κληρονόμησε και υιοθέτησε το Τρίτο Ράιχ. Από την άλλη πλευρά, στα τέλη του 1948, με την ευκαιρία της επίσκεψης του Μπεγκίν στις ΗΠΑ, σε ανοιχτή επιστολή προς την εφημερίδα New York Tmes -που συνυπέγραφε με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν- η Άρεντ καλεί σε κινητοποιήσεις κατά των υπεύθυνων του ολοκαυτώματος του Ντέιρ Γιασίν, υπογραμμίζοντας πως το κόμμα του οποίου προΐσταται ο Με­ναχέμ Μπεγκίν έχει «στενές σχέσεις με εθνικοσοσιαλιστικά και φασιστικά κόμματα».

Δεν υπάρχει αμφιβολία: είναι πολλές και διαφορετικές οι αποχρώσεις του σιωνιστικού κινήματος, και την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ την υποστηρίζουν ακόμη και σιωνιστές με αριστερό παρελθόν. Όμως, θα ήταν παράλογο να προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε, για παράδειγμα, τη συμπεριφορά της σωβινιστικής πτέρυγας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω των μεγάλων λαϊκών αγώνων που το κόμμα αυτό είχε διεξάγει στο παρελθόν και της διεθνούς αναγνώρισής του εξαιτίας αυτών των αγώνων. Ας δούμε από πιο κοντά τι λέει η Άρεντ για τη σιωνιστική Αριστερά. Τη χαρακτηρίζει ως «σοσιαλεπαναστατικό εθνικό εβραϊκό κίνημα», χαρακτηρίζοντάς το όμως έτσι: πρόκειται για ανθρώπους που ναι μεν κάνουν μια συλλογική προσπάθεια για «αυστηρή εφαρμογή της κοινωνικής δικαιοσύνης στον εσωτερικό τους μικρόκοσμο», αλλά ως προς τα υπόλοιπα συμφωνούν απόλυτα με τους «σωβινιστικούς» στόχους. Γενικά, έχουμε να κάνουμε με ένα «αλλοπρόσαλλο συνονθύλευμα ριζοσπαστισμού και επαναστατικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στην εσωτερική πολιτική και απαρχαιωμένων και εντελώς αντιδραστικών μεθόδων στην εξωτερική πολιτική, δηλαδή στο πεδίο των σχέσεων των Εβραίων με τα άλλα έθνη και τους λαούς». Το «συνονθύλευμα» που προαναφέραμε είναι συνώνυμο του σοσιαλσωβινισμού. Είναι τόσο λίγο προοδευτικό αυτό το μίγμα επεκτατισμού (σε βάρος των λαών των αποικιών) και κοινοτικού πνεύματος (που βοηθάει να παραμείνει συμπαγής ο λαός των κατακτητών που δο­κιμάζεται σκληρά από έναν πόλεμο), που ο Κλέμπερερ βλέπει σ' αυτό μια απόδειξη της συνάφειας σιωνισμού και ναζισμού.

Όμως παρά την εγκυρότητά τους, οι απόψεις αυτές χαρακτηρίζονται από μια υπερβολικά έντονη πολεμική, και από τον κίνδυνο υπεραπλουστεύσεων: είναι δύσκολο να αποδοθούν στο σιωνισμό οι βλέψεις πλανητικής κυριαρχίας και αντιδραστικών ανατροπών στην ιστορία, που παίζουν κεντρικό ρόλο στην ιδεολογία και το πολιτικό πρόγραμμα του Χίτλερ. Εξάλλου, δεν είναι το ίδιο πράγμα ο καθαρός ρατσισμός και ο ρατσισμός από αντίδραση, ενώ στο σιωνισμό συνυπάρχουν και ο ένας και ο άλλος. Ο Κλέμπερερ λαθεύει, μη κατανοώντας ότι με το σιωνισμό εκφράζεται η ανάγκη ενός για αιώνες καταπιεσμένου λαού να αναγνωριστεί όχι μόνο ως ένα σύνολο ανθρώπων, αλλά και ως έθνος, ως κουλτούρα, ως συλλογική οντότητα. Δυστυχώς, αυτή η ανάγκη αναγνώρισης εξαργυρώνεται σε βάρος ενός άλλου λαού, που αντιμετωπίζεται ως ινδιάνικη φυλή, κατά τα αμερικανικά πρότυπα που έχαιραν μεγάλης εκτίμησης τότε. Για όλους αυτούς τους λόγους, με μια μεθοδολογία που χρησιμοποιώ και αλλού, μιλώντας για σημαντικές (αν και διαφορετικές μεταξύ τους) προσωπικότητες του γερμανικού 19ου αιώνα (όπως ο Νίτσε), αντί να παρουσιάσω τον Χερτζλ ως τον αδιαμφισβήτητο προφήτη και προάγγελο κινημάτων που θα ξεσπούσαν δεκαετίες αργότερα από αυτόν σε εντελώς διαφορετικές ιστορικές και πολιτικές συνθήκες, θεωρώ σκόπιμο να αναλύσω τη στάση του, πρώτα και κύρια στα πλαίσια της εποχής του.

3. «Η σιωνιστική ιδέα» ως «αποικιοκρατική» θεωρία: Χερτζλ και Ρόουντς

Αυτό που αναμφισβήτητα χαρακτηρίζει το σιωνισμό, είναι το σύνθημα: «μια γη χωρίς λαό σε έναν λαό χωρίς γη!». Έχουμε να κάνουμε με την κλασική ιδεολογία των αποικιοκρατών, που πάντα θεωρούσαν res nullius, γη κανενός, τα εδάφη που κατακτούσαν ή που εποφθαλμιούσαν, επιδιώκοντας πάντα να εξαφανίσουν τους ιθαγενείς πληθυσμούς. Με την ιδεολογία δηλαδή που συνόδευε πάντα τον επεκτατισμό των βορειοαμερικανών αποίκων. Διαβάζοντας στον Νορντάου πως ο σιωνισμός θέλει να μετατρέψει «μια σήμερα ερημική περιοχή» σε μια καταπρά­σινη όαση», δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε συγγραφείς όπως ο Λοκ και ο Τοκβίλ που παρομοίαζαν ακριβώς με έρημο, ή «αδειανή φωλιά», τη γη που κατοικούνταν ωστόσο από τους Ινδιάνους.

Υποστηρίζοντας το σιωνιστικό κίνημα, ο Χερτζλ απευθύνει αυτά τα λόγια στις ηγεσίες των μεγάλων δυτικών δυνάμεων: «Οι περισσότεροι Εβραίοι δεν ανήκουν πια στην Ανατολή», και «ως εκπρόσωποι του δυτικού πολιτισμού θα θέλαμε να διαδώσουμε την καθαριότητα, την τάξη και τα ανώτερα ήθη της Δύσης σ' αυτή τη μιαρή και απομονωμένη γωνιά της Ανατολής», σ' αυτό τον «αρρωστημένο» τόπο. Έτσι οι Εβραίοι, αν εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη, θα μπορέσουν να «εξυγιάνουν αυτή τη μολυ­σμένη εστία της Ανατολής», να φέρουν «πολιτισμό και τάξη», ακόμη και να εγγυηθούν την «προστασία των χριστιανών της Ανατολής». Με δυο λόγια: «μόνο οι Εβραίοι μπορούν να συντε­λέσουν στον εκπολιτισμό της Παλαιστίνης, αν εγκατασταθούν εκεί».

Ο πατριάρχης του σιωνισμού γρήγορα εντυπωσιάζεται από τους δηλωμένους στόχους της αποικιοκρατίας: «Τα κράτη που νοιάζονται για το μέλλον τους» ακολουθούν σταθερά και αταλάντευτα μια «αποικιοκρατική πολιτική». Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η πολυπόθητη επιστροφή των Εβραίων στην Παλαιστίνη: «η σιωνιστική θεωρία, που είναι αποικιοκρατική» μπορεί να γίνει ευκολότερα αντιληπτή στις χώρες που επιδίδονται με επιτυχία στην κατάκτηση υπερπόντιων εδαφών. Απευθυνόμενος στους Βρετανούς, ο Χερτζλ δηλώνει πως προσβλέπει ιδιαίτερα στη βοήθειά τους: «Οι μεγάλοι πολιτικοί της χώρας σας ήταν οι πρώτοι που αναγνώρισαν τη σημασία του αποικιοκρατικού επεκτατισμού. Για τούτο ανεμίζει σε όλα τα πέλαγα η σημαία μιας ολοένα και μεγαλύτερης Μεγάλης Βρετανίας» (Grosser Britanniens).

Αυτό το δρόμο επιθυμεί να ακολουθήσει ο Χερτζλ: «προς όφελος της Ευρώπης θα εγκαταστήσουμε εκεί ένα προκεχωρημένο φυλάκιο κατά της Ασίας και θα γίνουμε η εμπροσθοφυλακή του πολιτισμού ενάντια στη βαρβαρότητα». Δηλαδή ο εποικισμός της Παλαιστίνης από τους Εβραίους θα ενδυναμώσει την κυριαρχία της Δύσης στον πλανήτη και για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτός θα κάνει περισσότερο ασφαλή το δρόμο προς την Ινδία και την Κίνα. Μάλιστα έτσι θα ανοίξει ο «πιο σύντομος δρόμος», «η κεντρική οδός (Heerstrasse), για την προέλαση των πο­λιτισμένων λαών» προς την Ασία. Με αυτή την έννοια, «το εβραϊκό Κράτος θα είναι αναγκαίο σε όλο τον κόσμο».

Για όλους αυτούς τους λόγους, το Κράτος αυτό θα αναλάβει μια πολύ σημαντική αποστολή, μια που θα φιλοξενήσει ένα λαό «η ιστορία του οποίου αναφέρεται και στην Αγία Γραφή». Πράγματι, «η πραγμάτωση της Θείας Βούλησης μέσα από τη δράση των Εβραίων» θα αποτελέσει τη συνέχεια των «Πράξεων του Θεού μέσω των Φράγκων». Δεν πρόκειται για ένα γενικόλογο θεολογικό σλόγκαν: «Οι Εβραίοι θα γίνουν grande nation». Αυτή η γαλλική έκφραση μας βάζει σε σκέψεις, γιατί μας θυμίζει την μεταθερμιδοριανή επεκτατική Γαλλία: «Προς όφελος του μελλοντικού διεθνούς μας εμπορίου πρέπει να βρούμε διέξοδο προς τη θάλασσα, καθώς και μεγάλες περιοχές για να αναπτύξουμε την εκμηχανισμένη γεωργία μας σε άλλη κλίμακα». Στην Παλαιστίνη, οι Εβραίοι θα πρωταγωνιστήσουν σε «έναν άνευ προηγουμένου επεκτατισμό», ακολουθώντας το παράδειγμα των Άγγλων «που είναι οι πιο τολμηροί και ισχυροί αποικιοκράτες από όλους τους λαούς».

Αυτό είναι ένα πολύ φιλόδοξο επεκτατικό σχέδιο. Δεν μας εκπλήσσει που ανάμεσα στις προσωπικές σημειώσεις του Χερ­τζλ βρίσκονται εσωτερικά ντοκουμέντα της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού του 19ου και του 20ού αιώνα. Ο ηγέτης του σιωνιστικού κινήματος επιδιώκει και συνάπτει σχέσεις με τον Ρόουντς (ηγέτη του αγγλικού ιμπεριαλισμού, που θέλει να τον χρησιμοποιήσει για να φτιάξει «μια αποικία» στην Παλαιστίνη) με τον Κράμερ (που η Άρεντ θεωρεί πρότυπο Βρετανού «ι ιμπεριαλιστή γραφειοκράτη» που «με ψυχρή αδιαφορία απέναντι στα συμφέροντα των διοικούμενων λαών», εφαρμόζει «έναν καινούργιο τρόπο διακυβέρνησης», «πιο επικίνδυνο από το δεσποτισμό και την αυθαιρεσία»), με τον Κίπλινγκ, για να μη μιλήσουμε για τον Τζόζεφ Τσαμπερλέιν και τον Γουλιέλμο Β'. Αυτός ο τελευταίος φαίνεται ότι ασκεί πάνω του ιδιαίτερη γοητεία: «Έχει στ' αλήθεια, ματιά ιμπεριαλιστή [ . .. ]. Μου χαμογέλασε και με κεραυνοβόλησε με το κατακτητικό του βλέμμα» (Herrenaugen), είναι ένας «αυτοκράτορας της ειρήνης».

Όμως υπάρχει και μια άλλη πλευρά στον Χερτζλ που πρέπει να προσέξουμε. Προτείνει τον εποικισμό της Παλαιστίνης και το σιωνισμό ως αντίδοτο στο επαναστατικό κίνημα που φουντώνει στην καπιταλιστική μητρόπολη: είναι αναγκαίο να κατευθύνουμε «ένα επίφοβο προλεταριάτο» προς μια περιοχή που «χρειάζεται ανθρώπους για να την καλλιεργήσουν». Η ευρωπαϊκή μητρόπολη θα ξεφορτωθεί έτσι τους «υπεράριθμους και απελπισμένους προλετάριους» και θα εξάγει τον πολιτισμό της στις αποικίες:

"Η εδραίωση του πολιτισμού και της τάξης θα έχει ως αποτέλεσμα την εξασθένιση των επαναστατικών κομμάτων. Με την ευκαιρία αυτή, καλό είναι να έχουμε κατά νου πως αγωνιζόμαστε παντού ενάντια στους επαναστάτες, και προβάλλοντας τα δικά μας αγνά και φιλολαϊκά ιδανικά, δεν αφήνουμε τους νεαρούς διανοούμενους και τους Εβραίους εργάτες να στραφούν προς το σοσιαλισμό και το μηδενισμό."

Εγκαταλείποντας την προηγούμενη επαναστατική τους δράση στη Ρωσία, «σοσιαλιστές και αναρχικοί ασπάζονται το σιωνισμό». Ο Χερτζλ επαναλαμβάνει ένα μοτίβο πολύ διαδεδομένο στα τέλη του 19ου αιώνα, που βρίσκει την καλύτερη έκφρασή του στον Ρόουντς: «αν δεν θέλουμε έναν εμφύλιο πόλεμο, οφείλουμε να ασπαστούμε τον ιμπεριαλισμό». Και οι δύο προσωπικότητες που αναφέραμε, θεωρούν τον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό ως αντίδοτο στις σοσιαλιστικές ανατρεπτικές τάσεις και η επίθεση ενάντια στους ιθαγενείς των αποικιών είναι η άλλη όψη της ειρήνης που ελπίζουν να επικρατήσει στις καπιταλιστικές και αποικιοκρατικές μητροπόλεις.

Έχει δίκιο η Άρεντ που στα 1942 αντιπαραθέτει στον Χερτζλ μια άλλη μεγάλη προσωπικότητα της εβραϊκής κουλτούρας, τον Λαζάρ. Αντίθετα από τον πρώτο, αυτός υποστηρίζει τη χειραφέτηση των Εβραίων χωρίς να επιδιώκει αποικιοκρατικά οφέλη από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής του, αλλά εντάσσοντας τον αγώνα των Εβραίων και των άλλων καταπιεσμένων λαών, τον αγώνα ενάντια στον αντισημιτισμό και στον αποικιοκρατικό ρατσισμό, σε ένα συνολικό επαναστατικό σχέδιο αντιαποικιακού και αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα. Με το πνεύμα αυτό, παραλληλίζει τα βάσανα των Εβραίων και των μαύρων στις αφρικανικές αποικίες της Γερμανίας ή άλλων χωρών, με τους Άραβες-θύματα της ιταλικής αποικιοκρατίας, ή με τους Ιρλανδούς που καταπιέζονταν επί αιώνες από την Αγγλία.

Από εδώ απορρέει και η επιθυμία του να οικοδομήσει ένα μέτωπο των λαών που με διαφορετικές ταμπέλες και τρόπους αποκλείονται από τη Δύση και από τα καθεστώτα που κυριαρχούν στον κόσμο.

4. Ο αντισημιτισμός από τη ναζιστική Γερμανία στη Μέση Ανατολή;

Τελικά επικράτησε η γραμμή του Χερτζλ στην ιστορία. Αν ο σιωνισμός για τους Ευρωπαίους και δυτικούς αντισημίτες ήταν η λύση του «εβραϊκού ζητήματος» (που θα προέκυπτε με την επίτευξη της περίφημης φυλετικής και πολιτιστικής καθαρότητας), για τους Άραβες σήμαινε την όξυνση του προβλήματος της ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσής τους. Για να γλιτώσουν από την απειλή της σιωνιστικής αποικιοκρατίας, προσωπικότητες και κύκλοι του αραβικού κόσμου δεν δίστασαν να επιδιώξουν σχέσεις ακόμη και με τη χιτλερική Γερμανία. Θα έπρεπε για τούτο να καταγγείλουμε το εθνικοαπελευθερωτικό παλαιστινιακό και αραβικό κίνημα ως συνένοχο και κληρονόμο του ναζιστικού αντισημιτισμού; Αυτή η συλλογιστική που ενστερνίστηκαν ωστόσο σημαντικοί ερευνητές (Μπέρναρντ Λιούις, Τζέφρι Χερφ), δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ινδός εθνικιστής Σούμπχας Τσάντρα Μπόζε επιδιώκει και επιτυγχάνει την υποστήριξη της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Από το Βερολίνο εξαπολύει φλογερές εκκλήσεις για ξεσηκωμό ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία. Χάρη σε ένα υποβρύχιο που του παραχώρησε το γερμανικό καθεστώς, φτάνει στη Σιγκαπούρη τον Ιούλιο του 1943 και από εκεί οργανώνει εθνικό στρατό και εξόριστη κυβέρνηση. Αυτή ήταν μια συνεργασία με τον Άξονα πιο πολύμορφη και πολύ πιο συγκεκριμένη, απ' αυτή για την οποία θα μπορούσαν να κατηγορηθούν και κά­ ποιες προσωπικότητες του αραβικού κόσμου. Αυτή όμως δεν καθιστά αυτόματα τον Μπόζε οπαδό του Τρίτου Ράιχ και του γιαπωνέζικου φασιστικού μιλιταρισμού, πολύ λιγότερο δε του χιτλερικού αντισημιτισμού. Ούτε μπορούν επιπόλαια να χαρακτηριστούν πράκτορες του γιαπωνέζικου ιμπεριαλισμού και του άγριου γιαπωνέζικου, αντικινέζικου και αντικορεάτικου ρατσισμού, οι εθνικιστές που στην Ινδονησία ευγνωμονούσαν την αυτοκρατορία του Ανατέλλοντος Ηλίου επειδή τους απελευθέρωσε από το ζυγό της ολλανδικής αποικιοκρατίας.

Όσον αφορά τη Γερμανία, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου κατά της τσαρικής Ρωσίας, είχε προσπαθήσει να υποστηρίξει την ανεξαρτησία της Πολωνίας ή την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, της Αιγύπτου, της Ινδίας, από τη Μεγάλη Βρετανία, κ.λπ. Στα πλαίσια αυτά ορισμένοι επιφανείς Άραβες και ομάδες που συμμετείχαν στο κίνημα ανεξαρτησίας, ήθελαν να ζητήσουν βοήθεια από τη Γερμανία και την Ιταλία, ή να εκμεταλλευτούν την αντιπαλότητα και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις μεγάλες δυτικές δυνάμεις, για να απελευθερωθούν από τον αποικιοκρατικό ζυγό. Δεν έχει όμως κανένα νόημα να παρουσιάζονται οι Παλαιστίνιοι και οι Άραβες, ή οι εθνικιστές άλλων χωρών, ως συνένοχοι ή απόγονοι του ναζιστικού αντισημιτισμού, με αφορμή παρόμοια περιστατικά.

Ενάμιση αιώνα νωρίτερα, οι Αμερικανοί επαναστάτες είχαν ζητήσει βοήθεια από δύο χώρες, τυπικές εκπροσώπους του Παλαιού Καθεστώτος και της μοναρχικής απολυταρχίας, δηλαδή τη Γαλλία και την Ισπανία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την Αγγλία. Όμως κανένας σοβαρός ιστορικός δεν θα διανοούνταν να πει ότι ο Ουάσινγκτον και ο Τζέφερσον συνέχιζαν την πολιτική των Βουρβώνων.

Το πολύ-πολύ να υποστηρίξει κανείς ότι ο Μπόζε δεν αντιλή­φθηκε πως σε πλανητικό επίπεδο, και παρά την κατάσταση της Ινδίας, η ναζιφασιστική συμμαχία του γερμανο-ιαπωνικο­ ιταλικού Άξονα ήταν η βασική αιχμή του δόρατος της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Βέβαια, δεν τον βοηθούσε σ' αυτό η στάση της Αγγλίας, που τότε δεν δίστασε να στρέψει τα πυρά της αεροπορίας της ενάντια στα πλήθη των αυτονομιστών διαδηλωτών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχαν κάποιοι μαύροι που θεωρούσαν την Ιαπωνία και τη Γερμανία ως πιθανό αντίβαρο στο καθεστώς της white supremacy, που επικρατούσε τότε σε όλο τον κόσμο, ακόμη και μέσα στην καρδιά της Δύσης. Έτσι ερμηνεύεται και το σφάλμα στο οποίο είχε υποπέσει και ο διάσημος Αφροαμερικανός διανοούμενος Ντι Μπουά, που καλούσε την Κίνα (όταν πολεμούσε κατά της βάρβαρης επίθεσης της Ιαπωνίας) να συνδιαλλαχθεί με τους εισβολείς, στο όνομα της κοινής τους αντίθεσης στα λευκά αφεντικά. Σ' αυτή τη στάση τον ώθησε η τραγική εμπειρία των διώξεων μαύρων και κίτρινων (Κινέζων και Γιαπωνέζων), οι οποίες μαίνονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες τον 19ο και 20ό αιώνα και συνεχιζόταν μέχρι τη δεκαετία του 1930. Έχουμε κάθε λόγο να κατηγορούμε τον Μπόζε, τους Ινδονήσιους και τους Αφροαμερικάνους που άργησαν να συνειδητοποιήσουν τις καινούργιες πλευρές του αποικιακού και εθνικού ζητήματος μετά την επέλαση της ναζιφασιστικής απειλής, αλλά είναι παράλογο να τους παρουσιάζουμε ως συνειδητούς ακολουθητές της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Ιταλίας.

Ξαναγυρίζοντας στους Άραβες, είναι αλήθεια πως ο Μεγάλος Μουφτής της Ιερουσαλήμ συμπαθούσε το Τρίτο Ράιχ. Όμως και μέσα στο σιωνιστικό κίνημα υπάρχουν σημαντικές προσωπικότητες που αμέσως μετά την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία δεν διστάζουν να δηλώσουν: «αν δεν υπήρχε το θέμα του αντισημιτισμού, δεν θα διαφωνούσαμε σε τίποτα με την ιδεολογία του Χίτλερ. Ο Φύρερ έσωσε τη Γερμανία». Εξάλλου, γνωρίζουμε τη συμφωνία για «τη μεταφορά» του 1935. Ο ίδιος ερευνητής που διέδιδε πως υπάρχει πνεύμα αντισημιτισμού στον εθνικισμό Παλαιστινίων και Αράβων, αναγνώριζε πως όσον αφορά τον εβραϊκό εποικισμό της Παλαιστίνης, η σύγκλιση και η συνεργασία ανάμεσα στο σιωνισμό και το Τρίτο Ράιχ συνεχιζόταν για χρόνια: «οι ναζιστές όχι μόνο επέτρεψαν αυτό τον εποικισμό, αλλά και τον πριμοδότησαν μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου».

Τέλος, όσοι κατηγορούν τους Άραβες πως συνεργάστηκαν με τη ναζιστική Γερμανία και υιοθέτησαν τον αντισημιτισμό της, ξεχνούν πως οι ίδιοι οι Άραβες συγκαταλέγονται στα θύματα της ρατσιστικής πολιτικής του Τρίτου Ράιχ. Ήδη με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία οι άραβες φοιτητές στη Γερμανία διώκονται ως «μαύροι» και μέλη μιας «κατώτερης φυλής». Οι Άραβες ήταν οι πρώτοι που υπέστησαν τις σκληρές συνέπειες της ευγονικής πολιτικής του καθεστώτος. Αν οι νόμοι της Νυρεμβέργης «περιορίζονται» στο να απαγορεύουν τις σεξουαλικές σχέσεις και τους γάμους ανάμεσα σε Γερμανούς από τη μια, και Εβραίους, τσιγγάνους και μαύρους από την άλλη, η εναγώνια επιδίωξή τους για τη φυλετική καθαρότητα προχωρεί ακόμη παραπέρα για όσους γεννήθηκαν στη Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο από επιμιξία ανάμεσα σε Αφρικανούς στρατιώτες του γαλλικού στρατού κατοχής και Γερμανίδες και τους αποκαλούν «μπάσταρδους του Ρήνου»: αυτοί εξαναγκάζονται σε στείρωση, ενώ αντιμετωπίζονται ανάλογα και κάποιοι «μπάσταρδοι» μαροκινής και αραβικής προέλευσης. Με το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, ανάμεσα στους αιχμαλώτους που μεταφέρονται στη Γερμανία υπάρχουν και μαύροι: σε αυτούς τους ξένους που δεν ανήκουν στη λευκή και άρια φυλή και έχουν τα «γνωστά ζωώδη ένστικτα» προστίθενται και «οι έγχρωμοι Γάλλοι αιχμάλωτοι πολέμου», οι «βορειοαφρικανοί», οι «μωαμεθανοί». Για να εμποδιστεί κάθε βλαβερή επιμιξία, όλοι αυτοί πρέπει να απομονωθούν με βάση το χρώμα και τη φυλή τους: αυστηρές ποινές απειλούν όσους καταπατούν αυτούς τους νόμους.

Αν ο ναζισμός ταυτιζόταν με την προσπάθεια να εδραιωθεί ξανά η κυριαρχία της ανώτερης φυλής και το καθεστώς της white supremacy σε όλο τον πλανήτη με τη γερμανική ηγεμονία, δεν μας εκπλήσσει πως ο ναζισμός στράφηκε και κατά των Αράβων που για αιώνες διώκονταν από τους αποικιοκράτες και τους ρατσιστές, και κατά των ισλαμιστών που ήδη ο Σπένγκλερ κατηγορούσε ως υπαίτιους της διαμαρτυρίας και της εξέγερσης των έγχρωμων λαών και των λαών των αποικιών ενάντια στην ανώτερη «λευκή ανθρωπότητα» της Δύσης. Από την άλλη, ο Χίτλερ υπερηφανεύεται ότι είναι ο κληρονόμος της «Δύσης» που νίκησε την «Ανατολή» σε δύο ιστορικές αποφασιστικές μάχες, σ' αυτήν της Αρχαίας Ρώμης ενάντια στην Καρχηδόνα, και σ' αυτήν, Που μερικούς αιώνες αργότερα, θα επιστεγαστεί με την εκδίωξη των Αράβων από την Ισπανία. Ο φοινικικός, αραβικός και ισλαμικός κόσμος είναι στο στόχαστρο του πολιτισμού που επαίρεται πως εκπροσωπεί ο ναζισμός.

5. Όξυνση της αντιπαράθεσης και στροφή από την ιστορία στη «φύση»

Διαφωνώντας με την ταύτιση αντισιωνισμού και αντισημιτι­σμού, έχω τονίσει πως ο αγώνας Παλαιστινίων και Αράβων στρέφεται όχι μόνο ενάντια στην εθνική ταυτότητα των αποίκων, αλλά και ενάντια στο ίδιο το προτσές της αποικιοποίησης. Κι όμως πάντα είναι αναμενόμενες οι επιπτώσεις ρατσιστικού και νατουραλιστικού τύπου, σε μια σύγκρουση πολιτικο-κοινωνική. Δεν είναι δυνατόν να αποφύγουν έναν τέτοιο κίνδυνο ούτε όσοι υπερασπίζονται μια δίκαιη υπόθεση. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ μαίνεται η χιτλερική βαρβαρότητα, ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ όχι μόνο δηλώνει «ότι διψάει για γερμανικό αίμα», αλλά ερωτοτροπεί για μια ορισμένη περίοδο με ένα ριζοσπαστικό σχέδιο:

"Οφείλουμε να είμαστε αυστηροί απέναντι στη Γερμανία, δηλαδή με όλο το γερμανικό λαό και όχι μόνο με τους ναζιστές. Πρέπει να ευνουχίσουμε το γερμανικό λαό, για να μη μπορεί πια να διαπαιδαγωγεί ανθρώπους που να συμπεριφέρονται όπως στο παρελθόν."

Ο εχθρός που εισέβαλε στη Γαλλία το 1870, το 1914 και το 1940, παρουσιάζεται ως μία χώρα και ένας λαός με παγιωμένα, αναλλοίωτα χαρακτηριστικά: ως μόνος τρόπος για να αναχαιτιστεί η αναπαραγωγή του, προτείνεται ο «ευνουχισμός» του. Μήπως και ο αγώνας του παλαιστινιακού λαού παίρνει ρατσιστικό και νατουραλιστικό χαρακτήρα; Καλό και επιβεβλημένο είναι να αναρωτιέται κανείς, αρκεί να διατυπώνει την ερώτηση με μη δογματικό τρόπο, δηλαδή να συνυπολογίζει και τις δύο πλευρές: Είναι κύρια οι Παλαιστίνιοι που φέρονται με ρατσιστικό αντι-εβραϊκό τρόπο, ή είναι οι Ισραηλινοί που φέρονται ρατσιστικά ενάντια σε Άραβες και Παλαιστίνιους; Με άλλα λόγια: αποτελεί το μεγαλύτερο κίνδυνο ο αντι-εβραϊκός αντισημιτισμός ή ο αντι-αραβικός ρατσισμός;

Ας ξεκινήσουμε από μια συγκεκριμένη ανάλυση: Για να προσανατολιστώ σωστά, θα παραμείνω βασικά σε αναλύσεις που έχουν γίνει από τις στήλες αξιόπιστων βορειοαμερικανικών εφημερίδων, από ισραηλινούς ή αμερικανοεβραίους δημοσιογράφους. Πράγματι:

"Το Ισραηλινό Κράτος επέκτεινε τα σύνορά του πάνω από 50% πέρα από τα σύνορα που καθόρισε για το εβραϊκό Κράτος ο ΟΗΕ το 1947, ενώ τα εδάφη των Παλαιστινίων μειώθηκαν κατά 60% περίπου, και αυτό χωρίς να συνυπολογίζουμε τους εποικισμούς και τα εδάφη που απαλλοτρίωσε το Ισραήλ στη Δυτική Όχθη."

Και όχι μόνο αυτό: «η αρπαγή των εδαφών που εκτείνονται κατά μήκος του τείχους φτάνουν σχεδόν το 1 2% της Δυτικής Όχθης». Συνολικά «ολοφάνερη» είναι η διαδικασία αποικιοποίησης που είναι σε εξέλιξη και διαχωρίζει τους «εποίκους» από τους «αποικιοκρατούμενους».

Η περιοχή που μέχρι σήμερα δεν περιλαμβάνεται στη διαδικα­σία εποικισμού είναι πολύ περιορισμένη και κατατεμαχισμένη, ώστε να μπορεί να φιλοξενεί μόνο «σκόρπια Μπαντουστάν χωρίς ουσιαστική αυτονομία», Διαγράφεται πια μια κατάσταση «που μοιάζει όλο και περισσότερο με το απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής». Κι αυτό γίνεται στη βάση ενός πολύ συγκεκριμένου σχεδίου. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Haaretz στις 18 Σεπτεμβρίου 2002, ο Άβι Πριμόρ, σημερινό ηγετικό στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών του Ισραήλ, που τότε ήταν αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, ανέλυε τη «νοτιοαφρικανικού τύπου στρατηγική του Σαρόν»: τις δεκαετίες του 1970 και 1980 σημαντικοί πολιτικοί και κυβερνητικοί κύκλοι έβλεπαν ευνοϊκά τις προσπάθειες του νοτιοαφρικανικού καθεστώτος των λευκών να διατηρήσει υπό έλεγχο την πλειοψηφία των μαύρων, αποφεύγοντας να δίνει λαβές στον ανερχόμενο αντιρατσισμό. Και να η ευφυής επινόηση: οι μαύροι ονομάζονται «πολίτες» των Μπαντουστάν, τα οποία έμοιαζαν με τις τυπικά «Ανεξάρτητες Περιοχές» στα εδάφη των Ινδιάνων, που στην πραγματικότητα δεν είχαν καμία οικονομική ή στρατιωτική αυτονομία. Με τον τρόπο αυτό η μειοψηφία των λευκών διατηρούσε την απόλυτη κυριαρχία επί των μαύρων, χωρίς όμως καμία υποχρέωση απέναντί τους, μια που αυτοί πια ήταν «ξένοι». Η εφαρμογή αυτού του μοντέλου στην περιοχή της Γάζας και της Δυτικής Όχθης θα επέτρεπε στο Ισραήλ να παραμείνει «Εβραϊκό Κράτος», εξουδετερώνοντας την απειλή της δημογραφικής αύξησης των «μαύρων» της Παλαιστίνης και συνεχίζοντας την υποδούλωσή τους με διαφορετικούς τρόπους. Από μια ορισμένη άποψη, η «λύση» αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική: παρά την «αποδέσμευσή» του, το Ισραήλ εξακολουθεί να ελέγχει ολοκληρωτικά τα σύνορα, τον εναέριο χώρο, τη χρήση του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας, τη ζωή και το θάνατο, στην περιοχή της Γάζας, όπως φαίνεται και από τις συχνές επιθέσεις με τεθωρακισμένα και μπουλντόζες, τους βομβαρδισμούς, τις «εξωδικαστικές εκτελέσεις», με τις μικρές ή μεγάλες «παράπλευρες απώλειες» που τα συνοδεύουν, ενέργειες που αποφασίζονται και δρομολογούνται από την κυβέρνηση του Τελ Αβίβ.

Αυτοί που υπογραμμίζουν την ανησυχητική ομοιότητα με το ρατσιστικό, αλήστου μνήμης απαρτχάιντ, είναι πολλά μέλη της εβραϊκής νοτιοαφρικανικής κοινότητας και πρωτίστως οι «Εβραίοι ήρωες» που διακρίθηκαν στον αγώνα ενάντια στο διε­φθαρμένο και καταπιεστικό καθεστώς των λευκών ρατσιστών. Από την άλλη, οι ίδιοι κυβερνητικοί κύκλοι των Ισραηλινών δηλώνουν ανοιχτά τις απόψεις τους. Το 2002 ο Έφι Έιταμ, υπουργός της κυβέρνησης Σαρόν, δήλωνε πως τα «κτήνη» που ήταν υπεύθυνα για τις επιθέσεις αυτοκτονίας, δεν άξιζαν ούτε μια θέση «στο άντρο που θα λέγεται Κράτος των Παλαιστινίων τρομοκρατών».

Είναι περίεργο που κατηγορούνται ως ρατσιστές οι αποικιοκρατούμενοι και όχι οι αποικιοκράτες, τα θύματα του απαρτχάιντ και όχι οι υποστηρικτές του. Διαδόθηκε άραγε περισσότερο η αντίληψη περί «φυλετικής ανωτερότητας» που σύμφωνα με τη γνωστή καταγγελία της Άρεντ, εξέφραζαν από την αρχή σημαντικά τμήματα της ισραηλινής κοινότητας; Με βάση την ιστορική εμπειρία, είναι δύσκολο να δεχτούμε πως η συνεχιζόμενη διαδικασία εκτοπισμών και περιθωριοποίησης των Παλαιστινίων δεν συνοδεύεται από μια ιδεολογία που προσπαθεί να στηρίξει αυτή την αποικιοκρατική συμπεριφορά. Είναι αποκαλυπτική η μαρτυρία ενός λουθηρανού πάστορα από τη Βηθλεέμ. Ακούγοντάς τον να μιλά αραβικά στο τηλέφωνο, οι ισραηλινοί στρατιώτες του φωνάζουν: «Βρωμερέ Άραβα!», «γιατί μιλάς αραβικά; Αυτή είναι μια τιποτένια γλώσσα». Κι αυτό δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Ένας Γάλλος κοινωνιολόγος, που υπογραμμίζει την εβραϊκή καταγωγή του, καταγγέλλει την «όλο και αυξανόμενη απροθυμία των Ισραηλινών να συμπεριφερθούν στους Άραβες σαν να είναι ανθρώπινα όντα». Αν και πρόκειται βέβαια για μια απλουστευτική γενίκευση, δεν παύει να είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο. Ευτυχώς που ο ρατσισμός καταδικάζεται και μέσα στο Ισραήλ. Όταν το 1991, ο τότε πρωθυπουργός Γιτζάκ Σαμίρ, κάλεσε τον Τζεεβί να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, στη Βουλή υψώθηκαν έντονες φωνές διαμαρ­τυρίας:

"Η συμμετοχή του κόμματος των εκτοπισμών (transfer) στην κυβέρνηση είναι πολιτικό, ηθικό και κοινωνικό αίσχος για το Ισραήλ Όποιος συμπεριλαμβάνει ένα τέτοιο κόμμα στον κυβερνητικό συνασπισμό επιβεβαιώνει τις αποφάσεις του ΟΗΕ, σύμφωνα με τις οποίες ο σιωνισμός είναι ρατσισμός."

Το 2002 το 46% του ισραηλινού πληθυσμού τάσσονταν υπέρ της εκδίωξης των Παλαιστινίων από τη Δυτική Όχθη, ως «ένα είδος εθνοκάθαρσης των Αγίων Τόπων». Από τοuς πιο φανατικούς και πιο ριζοσπάστες ήταν ο Ντέιβιντ Χάρτμαν, «φιλόσοφος και ραβίνος, επικεφαλής του think tank στα Ιεροσόλυμα», που ζητούσε να επιλυθεί οριστικά το πρόβλημα που δημιουργούσε η παρουσία των Παλαιστινίων: «διώχτε τους, εξαφανίστε τους» (Wipe them out. Level them). Το 2002, αντιδρώντας στο κύμα επιθέσεων αυτοκτονίας, βουλευτές της άκρας δεξιάς απαιτούσαν στην ισραηλινή Βουλή: «για κάθε Εβραίο που σκοτώνεται μετά από μια τέτοια επίθεση, να θανατώνονται για αντίποινα, χίλιοι Παλαιστίνιοι». Ας το έχουμε κατά νου, παρατηρεί ο ιστορικός Τομ Σέγκεφ: «το μίσος για τους Παλαιστίνιους και ένας πραγματικός ρατσισμός απέναντί τους είναι πια στην ημερήσια διάταξη». Υπάρχουν στο Ισραήλ κύκλοι που επιμένουν ότι υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στους Εβραίους και στους gojim, και παρομοιάζουν με ζώα τον πα­λαιστινιακό λαό.

Είναι ανησυχητικό αυτό που συνέβη τον Αύγουστο του 2000, όταν αναστατώθηκε το Ισραήλ από τις δηλώσεις του ραβίνου Οβαντία Γιοσέφ. Αυτός από τη μια υποστήριζε πως στα θύματα του Άουσβιτς ενσαρκώθηκαν οι ψυχές προηγούμενων γενεών αμαρτωλών (που ενοχοποιήθηκαν γιατί απομακρύνθηκαν από την εβραϊκή ορθοδοξία), και από την άλλη εξέφραζε έναν φανατικό ρατσισμό απέναντι στους Παλαιστίνιους («με φίδια δεν μπορούμε να κάνουμε ειρήνη») και γενικά στους Άραβες («δεν περνάει μέρα που να μη μετανιώνει ο Παντοδύναμος, γιατί δημιούργησε τους Ισμαηλίτες»). Ύστερα από το κύμα αντιδράσεων και πολεμικής, ο ραβίνος αποσύρει ή αλλάζει το νόημα των δηλώσεών του μόνο σε ό,τι αφορά το εβραϊκό Ολοκαύτωμα. Για όλα τα υπόλοιπα, δεν νιώθει την ανάγκη να διαψεύσει ή να αλλάξει κάτι και κανένας δεν τον εξαναγκάζει σε αυτό. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ενώ είναι σε εξέλιξη η δεύτερη Ιντιφάντα και οι Παλαιστίνιοι σκοτώνονται κατά δεκάδες από τα πυρά των δυνάμεων κατοχής, στο Ισραήλ δεν λείπουν οι «σκληροί» που στο ίντερνετ ονομάζουν «διαβόλους» τους Παλαιστίνιους και καλούν τους στρατιώτες «να τους πυροβολούν στα γεννητικά τους όργανα για να εμποδίσουν την αναπαραγωγή τους».

Δεν εκφράζονται έτσι μόνο κάποιοι μεμονωμένοι εξτρεμιστές. Προκαλεί ανησυχία η αποθέωση του Μπαρούχ Γκολντστάιν, «του αποικιοκράτη γιατρού που τον Φεβρουάριο του 1994 εισέβαλε στο τζαμί του Αβραάμ, στη Χεβρώνα και πυροβόλησε ενάντια στους πιστούς που προσεύχονταν γονατιστοί στα χαλιά» (προκαλώντας είκοσι εννέα νεκρούς και εκατό τραυματίες). Το 1997, προς τιμήν αυτού του «αγίου», δημοσιεύτηκε ένα βιβλίο με τίτλο Ο Ευλογημένος Άνθρωπος. Διαβάζουμε εκεί: «η ενέργειά του στο τζαμί ήταν η εφαρμογή βασικών εντολών του θρησκευτικού νόμου, ανάμεσα στις οποίες η υποχρέωση της εκδίκησης απέναντι στους μη Εβραίους, η εξολόθρευση των μη Εβραίων που είναι απόγονοι του Αμαλέκ, η προστασία του Θείου Ονόματος». Με αυτή τη θεολογική αποθέωση της γενοκτονίας δεν φαίνεται να είναι αντίθετοι «πολλοί ραβίνοι που υπερασπίζονται, ενθαρρύνουν, ή εν πάση περιπτώσει ανέχονται, τις ενέργειες του Γκολντστάιν ή του Γιγκάλ Αμίρ (που δολοφόνησε τον ισραηλινό πρωθυπουργό Γιτζάκ Ράμπιν γιατί επιδίωξε να έρθει σε συμφωνία με τους Παλαιστίνιους).

6. Η κυρίαρχη ιδεολογία και η δογματική χρήση των λέξεων

Όμως, θα παρατηρήσει κανείς, η άρνηση αναγνώρισης του Ισραήλ δεν είναι τρανή απόδειξη της εκδήλωσης αντισημιτισμού από τους Παλαιστίνιους και τους ισλαμιστές; Ερώτημα εύλογο και σωστό, αρκεί βέβαια να μην διατυπώνεται μονόπλευρα και δογματικά. Αν η άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος ενός λαού να ιδρύσει το δικό του ανεξάρτητο κράτος είναι συνώνυμο του ρατσισμού, αυτό πρέπει να ισχύει για όλους. Η κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή, αποδεικνύει περίτρανα ποιος είναι ο λαός στον οποίο αρνούνται εδώ και δεκαετίες να πραγματώσει τους δίκαιους εθνικούς του πόθους. Εξάλλου, όλοι γνωρίζουμε πως ο Σαρόν στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, απέρριψε μετά βδελυγμίας την ιδέα ενός παλαιστινιακού κράτους. Ακόμη και μετά την υποτιθέμενη μεταστροφή του, συνέχισε στην πράξη να εμποδίζει μια τέτοια προοπτική, προωθώντας μια αποικιοκρατική πολιτική και παρουσιάζοντας τους εποίκους ως «την αφρόκρεμα του εβραϊκού λαού». Μια πολιτική που καταδίκαζε «σε μόνιμη προσφυγιά έναν ολόκληρο λαό» (permanent homelessness). Αν οι ηγέτες του Ιράν και της Χαμάς είναι αντισημίτες, οι ηγέτες των Ισραηλινών είναι αντιάραβες ρατσιστές. Στην πραγματικότητα, όσον αφορά τους Παλαιστίνιους, το πρόβλημα είναι άλλο: ποιο Ισραήλ, και με ποια σύνορα, αυτοί καλούνται να αναγνωρίσουν; Τα σύνορα του 1948, του 1967, ή αυτά που προέκυψαν από την καλπάζουσα διαδικασία αποικιοποίησης, που δεν αφήνει κανένα χώρο για ένα αυθεντικό παλαιστινιακό κράτος, παρά μόνο για ... ασύνδετα μεταξύ τους «Μπαντουστάν» ή για γκέτο ιθαγενών; Από επίσημα χείλη αναφέρθηκε πως αν προσέξουμε καλά, θα αντιληφθούμε πως η Χαμάς δεν συμφωνεί με μια μονόπλευρη αναγνώριση, αλλά «ζητάει σαφώς μια στάση αποδοχής των δικαιωμάτων και των δύο λαών».

Πιο ριζοσπαστική φαίνεται η θέση του Ιρανού προέδρου Αχμαντινετζάντ, σύμφωνα με τον οποίο το «ψευδοκράτος» του Ισραήλ είναι καταδικασμένο σε διάλυση. Αυτή η άποψη κατηγορείται από τη Δύση ότι θέλει να χτυπήσει τον εβραϊσμό, ερμηνεία που δεν είναι παρά σκληρή πολεμική. Πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι αυτός που σε άρθρο στην εφημερίδα lnternational Herald Tribune (που δεν μπορεί βέβαια να κατηγορηθεί για αντισημιτισμό), έγραψε πως βρισκόμαστε περισσότερο μπροστά στην επανεμφάνιση μιας «ιστορικής αναγκαιότητας» παρά στη «χάραξη μιας νέας πολιτικής». Καλό είναι να θυμόμαστε πως αυτοί που έθεσαν σε αμφισβήτηση τη σκοπιμότητα και τη νομιμότητα της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ, είναι διάσημες προσωπικότητες της Δύσης: ο Καρλ Πόπερ δεν δίσταζε να μιλάει στο στενό του κύκλο για «ολέθριο λάθος». Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η άποψη της Άρεντ, που τον Μάιο του 1946 αναγνώριζε ειλικρινά την «κατάφωρη αδικία σε βάρος των Αράβων». Το μεγάλο σφάλμα του φανού προέδρου είναι πως δεν κατάλαβε τη διαφορά ανάμεσα στην ιστορική αποτίμηση και στον πολιτικό σχεδιασμό. Μπορούμε να πούμε ότι η δημιουργία του κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών ενέτεινε και περιέπλεξε τα βάσανα των ερυθρόδερμων, αλλά όλοι καταλαβαίνουν πως ήταν αδύνατη η επιστροφή στην κατάσταση που επικρατούσε στην Αμερική πριν την έλευση των Ευρωπαίων εποίκων. Mutatis mutandis, δεν υπάρχει λόγος να μην αναλογιστούμε κάτι παρόμοιο σχετικά με την ίδρυση του Ισραήλ. Μόνο που το ίδιο λάθος με τον Αχμαντινετζάντ κάνουν και όσοι βιάζονται να καταγγείλουν ότι υπάρχει σχέδιο γενοκτονίας πίσω από κάθε ηθική διεκδίκηση του αραβικού και ισλαμικού κόσμου, ως απάντηση στις αδικίες που υπέστησαν με την ίδρυση του «εβραϊκού κράτους» που προκάλεσε τον εκτοπισμό του παλαιστινιακού πληθυσμού.

Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε τη σημερινή πραγματικότητα. Η διαδικασία αποικιοποίησης των εδαφών προχώρησε τόσο, που αν θέλουμε να αποφύγουμε τη φρίκη ενός «Iσραήλ μεγάλου και εθνικά αποκαθαρμένου» ή τέλος πάντων βασισμένου σε διακρίσεις σε βάρος των Αράβων, ο μοναδικός τρόπος είναι η ίδρυση «ενός ενιαίου αυτόνομου Κράτους με δύο κοινότητες Εβραίων και Αράβων, Ισραηλινών και Παλαιστίνιων», εγκαταλείποντας την ιδέα του σημερινού «εβραϊκού κράτους» του Ισραήλ, που έχει γίνει πια «αναχρονισμός»: σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μετά από σοβαρή, τεκμηριωμένη ανάλυση ένας αγγλοαμερικανός ιστορικός εβραϊκής καταγωγής (Tony Judt), που δημοσιεύτηκε στη New York Reνiew of Books. Αυτή τη γνώμη είχε και ένας μεγάλος Παλαιστίνιος διανοούμενος που πέθανε πρόσφατα, ο Εντουάρντ Σαΐντ.

Ίσως η προοπτική αυτή να φαίνεται ουτοπική. Όπως στην Παλαιστίνη, έτσι και στο Ισραήλ έχει εδραιωθεί πια μια διακριτή εθνική ταυτότητα: αλλά στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για μια ισραηλινή ταυτότητα που περιλαμβάνει και την αραβική μειονότητα, ή για μια αποκλειστικά εβραϊκή ταυτότητα, με τον αποκλεισμό, ακόμη και την εκδίωξη των ισραηλινών Αράβων, όπως απαιτούν όλο και πιο έντονα επιφανείς παράγοντες του «εβραϊκού κράτους»; Αν προσθέσουμε σε αυτά και το ότι φαίνεται να εγκαταλείπεται η προοπτική ενός εθνικού παλαιστινιακού Κράτους ως συνέπεια της συνεχιζόμενης αποικιοποίησης, θα καταλάβουμε το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι διανοούμενοι που αναφέραμε πριν.

Δεν γίνεται καμία πρόοδος στην αναζήτηση λύσης χαρακτηρί­ζοντας αντισημίτη τον Ιρανό πρόεδρο, που εντούτοις επιμένει ότι για τα εγκλήματα του αντισημιτισμού πρέπει να πληρώσει η Ευρώπη, και όχι ο παλαιστινιακός λαός. Όπως θα δούμε, ο διαπρεπής ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι έκφρασε στην εποχή του τη γνώμη ότι η ίδρυση του Ισραήλ επιβεβαιώνει τον «κυνισμό που θέλει να πληρώνουν οι αδύναμοι» για τα λάθη που έχουν διαπράξει άλλοι. Μπορούμε και οφείλουμε να καταγγείλουμε αποφασιστικά τις προσπάθειες του Αχμαντινετζάντ να αμφισβητήσει το περιεχόμενο και την ωμότητα της «τελικής λύσης»: αυτό είναι μια χοντροκομμένη και κατάπτυστη έκφραση της επιθυμίας να επι­ σείσει την προσοχή στα βάσανα και τις αδικίες που υπέστησαν Άραβες και Παλαιστίνιοι, καθώς και όσοι βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να είναι θύματα των θυμάτων (για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση προσφιλή στον Σαΐντ). Από την άλλη, αναφερόμενοι στην αντίθετη πλευρά, σίγουρα δεν βοηθάει να αναμοχλεύουμε τη μνήμη μιας τραγωδίας και μιας φρίκης που δεν μπορεί να διαγραφεί από την ιστορία της ανθρωπότητας, κατά την οποία ο πραγματικός κίνδυνος για τον εβραϊκό κόσμο είναι οι επιμιξίες, που αποτελούν μεγαλύτερη απειλή κι από αυτό το Άουσβιτς. Τέτοιες δηλώσεις το μόνο που κάνουν είναι να τροφοδοτούν το κλίμα καχυποψίας, που είναι πολύ διαδεδομένο στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο. Εκεί όπου ορισμένοι κύκλοι προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη λαίλαπα που τους πλήττει εδώ και δεκαετίες, επικαλούνται ακόμη και τα Πρωτόκολλα τωv σοφών της Σιώv. Όμως, για να ερμηνεύσουμε αυτό το φαινόμενο πολιτιστικής βαρβαρότητας, που ωστόσο δεν έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, δεν μπορούμε να μιλάμε για αντισημιτισμό, για αυτή την ιδεολογία που χρησιμοποιήθηκε για να νομιμοποιήσει τη μόνιμη καταπίεση των Εβραίων στην Ανατολική Ευρώπη και στην επιδείνωση της θέσης τους στη Δύση. Μετά το Ισραήλ, η χώρα της Μέσης Ανατολής που φιλοξενεί το μεγαλύτερο αριθμό Εβραίων (20.000) είναι το Ιράν, όπου όμως δεν έχουν υποστεί σοβαρές διώξεις παρά το αντιισραηλίτικο κλίμα που επικρατεί στην Τεχεράνη. Ούτε στο Ιράν εκδηλώνονται τάσεις για εκτοπισμό των Εβραίων, παρόμοιες με τη «μεταφορά» των Αράβων που ονειρεύονταν ορισμένοι κύκλοι του Ισραήλ. Η ατυχής επίκληση των Πρωτοκόλλων μάλλον εκφράζει την αδυναμία κατανόησης μιας διαδικασίας που ολοκληρώθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, δηλαδή το μετασχηματισμό της Μέσης Ανατολής σε αμερικανο-ισραηλινό προτεκτοράτο, μέσα σε λίγες δεκαετίες. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να δίνουν μαθήματα καλής συμπεριφοράς εκείνες οι χώρες της Δύσης, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, που αντίθετα με τους ισλαμιστές τροφοδοτούσαν ανοιχτά την αισχρή μυθολογία που κατέληξε στην «τελική λύση». Και βασικά, μπορεί να ερμηνεύεται με όρους ψυχολογίας, αλλά είναι θεωρητικά παράλογη και ηθικά απαράδεκτη η στάση μια χώρας σαν τη Γερμανία, που προκειμένου να της συγχωρεθούν τα αμέτρητα δεινά που προκάλεσε στους Εβραίους, παραμένει αδιάφορη στην τραγωδία των Παλαιστινίων.

7. Από το φονταμενταλιστικό μύθο της αιώνιας ταυτότητας στη λαϊκή ανάκτηση της ιστορίας

Γενικά, είναι φυσικό να ερμηνεύουν την κάθε σύγκρουση με φυλετικούς και νατουραλιστικούς όρους, κατά κύριο λόγο οι αποικιοκρατικές χώρες που πάντα προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τη στάση τους αποκλείοντας από την κοινότητα των πολιτών τα θύματα του επεκτατισμού τους. Ο μύθος περί ενός οικουμενικού και προαιώνιου αντισημιτισμού μας εμποδίζει να κατανοήσουμε αυτή τη στοιχειώδη αλήθεια στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής. Μύθος που σύμφωνα με την Άρεντ, ήταν συμπλήρωμα του μύθου που διέδιδαν οι αντισημίτες, ότι δηλαδή συνήθως οι Εβραίοι εξύφαιναν συνωμοσίες και στις χώρες όπου διέμεναν, αλλά και παντού. Ο μύθος περί ενός διαρκώς ελλοχεύοντος αντισημιτισμού έχει τις ρίζες του σε μια φυσιοκρατική ερμηνεία του έθνους, σύμφωνα με μια υποτιθέμενη προαιώνια αντιπαράθεση «ανάμεσα σε Εβραίους και εθνικούς».

Μήπως είναι πιο πειστική η άποψη περί ενός προαιώνιου αντιχαμητισμού (και ενός προαιώνιου ρατσισμού ενάντια στους λαούς των αποικιών στο σύνολό τους); Όπως γνωρίζουμε, η εκ­ δήλωση του βιολογικού ρατσισμού κατά των μαύρων είναι προγενέστερη κατά μερικούς αιώνες από την έλευση του αντισημιτισμού, με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Πολύ σωστά οι μαύροι υπογραμμίζουν ότι για πολύ καιρό τους μεταχειρίστηκαν και τους συμπεριφέρθηκαν σαν τους κατεξοχήν σκλάβους. Αδυνατώντας να κρύψουν το χρώμα και την ταυτότητά τους, η τύχη τους ήταν η συμπυκνωμένη εκδοχή της φρίκης της παγκόσμιας ιστορίας, τουλάχιστον κατά την άποψη του Μάλκολμ Χ. Επί αιώνες, αυτοί ήταν ανθρώπινο εμπόρευμα στα χέρια δουλεμπόρων που εκ περιτροπής, πότε ήταν χριστιανοί, πότε Εβραίοι, πότε μουσουλμάνοι (αν και σε αυτό εκφράζουν κάποιες επιφυλάξεις οι αφροαμερικανοί ακτιβιστές, πολλοί εκ των οποίων έχουν εξισλαμιστεί. Αν και απαγορεύονται από το νόμο, οι διακρίσεις σε βάρος των μαύρων εξακολουθούν να ισχύουν στο κοινωνικό επίπεδο, όπως αποδεικνύεται από τις συχνές δολοφονίες και την έντονη παρουσία τους στις βορειοαμερικάνικες φυλακές, ή από τα συνηθισμένα επεισόδια βίας από τους αστυνομικούς που τους κυνηγούν κατά κόρον.

Κι όμως πρέπει να θυμόμαστε τη γενική παρατήρηση του Χά­μπερμας, σύμφωνα με την οποία η κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ «άφησε εντελώς εκτεθειμένο όποιον από τότε δεν υποκλινόταν (έστω και φραστικά ή τυπικά), στην οικουμενικότητα του πολιτικού διαφωτισμού». Στην πραγματικότητα, ακόμη και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, χρειάστηκαν μακρόχρονοι αγώνες για να ηττηθεί το καθεστώς της white supremacy στο Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών και στη Νότια Αφρική. Κι όμως στις μέρες μας, αν και τα θύματά της μάταια περιμένουν την ηθική δικαίωση που σωστά έλαβαν οι Εβραίοι, τουλάχιστον με την κλασική της μορφή, ο αντιχαμητισμός (και ο ρατσισμός ενάντια στους λαούς των αποικιών γενικότερα) ακόμη ζει και βασιλεύει . Πρέπει να απορρίψουμε μια για πάντα το μύθο που μιλάει για τη μόνιμη και σταθερή παρουσία του σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής και ανά τους αιώνες. Ας θυμηθούμε εδώ μια παρατήρηση του Χέγκελ, επανερμηνεύοντας και προσαρμόζοντάς την στη σημερινή συγκυρία. Μπορεί κάλλιστα να υπάρχει ένας λαός που σε συγκεκριμένες συνθήκες να παίζει έναν πρωτοπόρο ρόλο για όλη την ανθρωπότητα, και που στη βάση της κοινωνικής και πολιτικής του δράσης, αντικειμενικά να γίνεται προπομπός και σύμβολο με παγκόσμια ακτινοβολία. Αλλά το να πιστεύεις πως ένας συγκεκριμένος λαός έχει αναλάβει μια προαιώνια και οικουμενική αποστολή να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα, κάτι που υποστηρίζει η αμερικανική ιδεολογία, σημαίνει πως ακολουθείς έναν ιστορικά επικίνδυνο και ολισθηρό δρόμο, με ρατσιστικά και νατουραλιστικά χαρακτηριστικά. Ανάλογα επιχειρήματα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για το μαρτυρικό λαό. Για όλη την ιστορική περίοδο όπου ίσχυε η δουλεία και το καθεστώς της white supremacy, οι μαύροι και τα τρομερά δεινά που είχαν υποστεί, ενσάρκωναν τη φρίκη της ιστορίας, ενώ ιδιαίτερα στα χρόνια του Τρίτου Ράιχ, η φρίκη αυτή βρήκε την έκφρασή της ακόμη πιο συμπυκνωμένα στην «τελική λύση» που προοριζόταν για τους Εβραίους. Ήταν ακριβώς αυτή η φρίκη που τροποποίησε ριζικά τους σημερινούς όρους του προβλήματος: για να χρησιμοποιήσουμε πάλι τα λόγια της Άρεντ, «Ο αντισημιτισμός απονομιμοποιήθηκε χάρη στον Χίτλερ, ίσως όχι μια για πάντα, αλλά τουλάχιστον για την παρούσα ιστορική περίοδο».

Μια νατουραλιστική ερμηνεία της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, αλλά και κάθε άλλης σύγκρουσης, στη βάση των φυλετικών χαρακτηριστικών των αντιπάλων, είναι πάντα ένα ανοιχτό ενδεχόμενο αλλά το μόνο που μπορεί να την αποτρέψει ή να την περιορίσει, είναι η σοβαρή μελέτη και η ιστορική έρευνα. Ας ξαναγυρίσουμε στον Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ. Ο Αμερικανός πρόεδρος πολύ πιθανόν να είχε προβληματιστεί περισσότερο, αν διάβαζε κατά τύχη τη Μαντάμ ντε Στάελ, που στις αρχές του 19ου αιώνα έγραφε ότι οι Γερμανοί, υπερβολικά απορροφημένοι από την ποίηση και τη φιλοσοφία και από τη μανία της <<Ουδετερότητας», δεν ήταν σε θέση να ξεπεράσουν το «φόβο του κινδύνου» και να επιδείξουν το «θάρρος» που αρμόζει στους στρατιώτες. Αυτή υποστήριζε πως την εποχή της κυριαρχίας του Ναπολέοντα στην Ευρώπη, «ανθεί η λατρεία του πολέμου» στη Γαλλία και όχι στη Γερμανία.

Αν πάλι διάβαζε τον Τέοντορ Βάιτζ, έναν Γερμανό θεωρητικό του 19ου αιώνα, ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ θα αντιλαμβανόταν πως η «αμερικανική σχολή» ήταν αυτή που υποστήριζε τις γενοκτονίες, όπως έδειξε η τύχη που περίμενε τους ερυθρόδερμους. Έτσι, την εποχή εκείνη, όποιος προσπαθούσε να σταματήσει αυτές τις πρακτικές με τον «ευνουχισμό» των υπαιτίων, σίγουρα καθόλου δεν θα σκεφτόταν τους Γερμανούς!

Δεν πρέπει να λησμονούμε μια στοιχειώδη αλήθεια: η ιστορία όχι μόνο δεν επαναλαμβάνεται, αλλά προχωρά με διαρκώς νέες μορφές και με ριζοσπαστικές ανατροπές. Ακόμη κι όποιος διαφωνεί πολιτικά με τις θέσεις των θεωρητικών του ιστορικού υλισμού, μπορεί να διδαχτεί πολλά από αυτούς στον τομέα της μεθόδου. Την εποχή του Ναπολέοντα Γ', όταν σημαντικές προσωπικότητες του εργατικού κινήματος (όπως ο Λασάλ) συνεχίζουν να βλέπουν με συμπάθεια και καλή πρόθεση τη χώρα της Μεγάλης Επανάστασης, ο Μαρξ βλέπει τη βοναπαρτική Γαλλία όχι ως κληρονόμο της Μεγάλης Επανάστασης, αλλά ως προπύργιο της αντίδρασης. Ίσως ο Λένιν προχώρησε περισσότερο, όταν αναλύοντας την τεράστια παγκόσμια σύρραξη που ξέσπασε με την κατάρρευση του Παλαιού Καθεστώτος, παρατηρούσε:

"Οι μά)(ες της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης ξεκίνησαν ως εθνικές συρράξεις και πράγματι είχαν τέτοιο χαρακτήρα. Ήταν επαναστατικές συγκρούσεις, υπεράσπιζαν τη Μεγάλη Επανάσταση από τη συμμαχία των αντεπαναστατικών μοναρχιών. Όμως, μετά την εγκαθίδρυση της Αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα και την κατάκτηση από αυτόν πολλών εθνικών ευρωπαϊκών κρατών -που από καιρό ήταν μεγάλα κράτη με αυτόνομη οντότητα- τότε οι εθνικές γαλλικές συγκρούσεις μετατράπηκαν σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους, που με τη σειρά τους προκάλεσαν εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό του Ναπολέοντα."

Ακόμη και στη διάρκεια μιας φαινομενικά ενιαίας διαδικασίας (τη σύγκρουση ανάμεσα στη Γαλλία και τους αντιπάλους της), ο υφιστάμενος την επίθεση μπορεί να μετατραπεί σε επιτιθέμενο, και το αντίστροφο, ο καταπιεσμένος μπορεί να γίνει καταπιεστής και ο καταπιεστής καταπιεσμένος. Δεν έχει κανένα νόημα η άποψη, για πολύ καιρό προσφιλής στους Γάλλους και τους Γερμανούς σωβινιστές, που υποστήριζε πως ο «προαιώνιος εχθρός» της αντίπερα όχθης του Ρήνου ήταν πάντα εισβολέας και καταπιεστής.

Έτσι, όποιος θέλει να αντικρούσει τις νατουραλιστικές και ρατσιστικές αιτίες μιας σύγκρουσης, θα πρέπει πρώτα και κύρια να αρνηθεί το μύθο περί του αναλλοίωτου των χαρακτηριστικών ταυτότητας στη διάρκεια του χρόνου. Στη βάση αυτή, είναι νόμιμο το ερώτημα: ποιος λαός είναι ο κατεξοχήν μαρτυρικός λαός της εποχής μας; Στην ερώτηση αυτή θα προσπαθήσω να απαντήσω στο επόμενο κεφάλαιο. Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε κάτι προηγουμένως: εδώ δεν ψάχνουμε να αγιοποιήσουμε κανέναν. Ένας λαός μπορεί κάλλιστα να είναι καταπιεσμένος σε έναν τομέα, και ταυτόχρονα να εφαρμόζει ο ίδιος μια καταπιεστική πολιτική σε κάποιον άλλο τομέα. Σύμφωνα με τον Μαρξ, τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη, όπου η διαδικασία χειραφέτησης των Εβραίων φαίνεται να ολοκληρώνεται, οι Ιρλανδοί είναι ο κατεξοχήν μαρτυρικός λαός της περιόδου. Εντούτοις, οι Ιρλανδοί μετανάστες στις ΗΠΑ, θύματα μιας άγριας καταπίεσης που συχνά αγγίζει τα όρια της «τελικής λύσης», υποστηρίζουν τον Τζάκσον, τον δουλοκτήτη πρόεδρο που εγκαινιάζει τον συστηματικό εκτοπισμό των ερυθρόδερμων από τη γη τους. Από την άλλη, οι Ιρλανδοί μετανάστες, μαζί με άλλους λευκούς και ιδιαίτερα φτωχούς λευκούς, συχνά συμφωνούν με τη ρατσιστική προκατάληψη που αρχικά αποδέχεται τη δουλεία των μαύρων και στη συνέχεια τις τρομοκρατικές επιθέσεις του ρατσιστικού καθεστώτος των λευκών απέναντί τους.

Οι Αφροαμερικανοί, θύματα του καθεστώτος αυτού, που συχνά μετατρέπει σε δημόσιο θέαμα το λιντσάρισμα και τον αργό και βασανιστικό τους θάνατο, εντούτοις συμμετέχουν στην προέλαση στην Άγρια Δύση σε βάρος των ερυθρόδερμων και μάλιστα διακρίνονται στη δολοφονική μάχη του Γούντεν Νι (Wounded Knee), το 1890, με θύματα ακόμη και γυναίκες και παιδάκια αυτού του δυστυχισμένου λαού.

Στις μέρες μας, βορειοαμερικανοί ιστορικοί ινδιάνικης καταγωγής περιγράφουν τη «γενοκτονία» των Αβοριγίνων στο Νέο Κόσμο. Όμως θα ήταν λάθος να παρουσιάζεται η προκολομβιανή Αμερική χωρίς αντιθέσεις και χωρίς συγκρούσεις ανάμεσα στους ιθαγενείς (στην ουσία ακριβώς η παρουσία τέτοιων στοιχείων διευκόλυνε τον θρίαμβο των conquistadores). Όμως κάτι άλλο είναι πιο σημαντικό: ανάμεσα στον 18ο και 19ο αιώνα υπήρχαν και στην αγγλοκρατούμενη Αμερική και στις Ηνωμένες Πολιτείες ορισμένες ινδιάνικες φυλές που συμφωνούσαν με το διαδεδομένο ρατσισμό κατά των μαύρων και μισούσαν αυτούς που ήθελαν να καταργήσουν τις φυλετικές διακρίσεις, είχαν οι ίδιοι στην κατοχή τους μαύρους σκλάβους, μάλιστα διακρίθηκαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά των φυγάδων μαύρων σκλάβων, σε τέτοιο βαθμό που να χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους πρωτεργάτες και πιο ένθερμους υποστηρικτές της δουλείας. Οι Εβραίοι, θύματα μακραίωνης, χιλιετούς καταπίεσης, πρώτα από τους ιουδαιόφοβους και μετά και πολύ περισσότερο από τους αντισημίτες, συμμετείχαν ωστόσο, μαζί με άλλους λαούς, στην εκμετάλλευση των μαύρων σκλάβων, και φυσικά δεν απέφυγαν ούτε αυτοί τις προκαταλήψεις ενάντια στους μαύρους και γενικά σε όλους τους ιθαγενείς λαούς των αποικιών που πρώτοι επλήγησαν από το φυλετικό ρατσισμό. Τέλος: ιστορικά απορριπτέα είναι η άποψη των ισλαμιστών φονταμενταλιστών που προσπαθεί να παρουσιάσει ως μόνιμη τη σημερινή κατάσταση και να εμφανίσει ως προαιώνιο θύμα της εβραιοχριστιανικής Δύσης το Ισλάμ, που ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα ετοιμαζόταν να επιτεθεί ενάντια στη Βιέννη. Άλλο τόσο έωλη είναι η άποψη των Αφροαμερικανών ισλαμιστών που επιμένουν ότι η θρησκεία τους δεν έχει καμία σχέση με όσα της καταμαρτυρά η Δύση: όμως, καταγγέλλοντας τη μακραίωνη δουλοκτημοσύνη των μαύρων, ενοχοποιούν μόνο τους χριστιανούς και ιδιαίτερα τους Εβραίους, ξεχνώντας το ρόλο που έπαιξε το Ισλάμ σε αυτό το θέμα.

Αυτό που ξεχωρίζει τους καταπιεστές από τους καταπιεζόμε­νους δεν μπορεί να είναι μια συμπαγής, περίκλειστη εθνική ταυτότητα, αναλλοίωτη στο χρόνο. Το ίδιο αβάσιμη είναι η προσπάθεια να παρουσιάζεται ένας λαός σαν να υφίσταται μόνιμα το ρατσισμό, σαν να είναι μόνιμα αντικείμενο λιγότερο ή περισσότερο άγριων διώξεων ή και μιας «τελικής λύσης» σε κάθε περίσταση και σε κάθε χρονική περίοδο. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια της Άρεντ, η ιδεοληψία πως οι Εβραίοι «γίνονται διαρκώς αντικείμενα διώξεων και δεινών από τους χριστιανούς» ή άλλους, δεν είναι παρά η επανέκδοση «σε σύγχρονη εκδοχή του αρχαίου μύθου του περιούσιου λαού». Στην πραγματικότητα, όπως δεν υπάρχει ένας λαός που να μπορεί να μονοπωλήσει το ρόλο καθοδηγητή και προστάτη της ανθρωπότητας, έτσι δεν υπάρχει και ένας λαός που να παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν μαρτυρικός λαός, διαχρονικά και σε κάθε περίπτωση: με όποια μορφή κι αν παρουσιάζεται, η διεκδίκηση μιας διαχρονικής πρωτοκαθεδρίας δεν αντέχει στην ιστορική έρευνα, και μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις.

8. Τα θύματα ανάμεσα στη διεκδίκηση μιας ηθικής αποκατάστασης και στην πολιτική εκμετάλλευση της ενοχής

Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται οι φωνές, που συχνά προέρχονται από τους κόλπους του εβραϊσμού, που κατηγορούν το Ισραήλ ότι εκμεταλλεύεται πολιτικά το Ολοκαύτωμα και παρουσιάζει αυθαίρετα την παλαιστινιακή και αραβική αντίσταση ως συνέχεια των ναζιστικών διώξεων κατά των Εβραίων. Αυτές οι κριτικές, αν και ευρέως αποδεκτές, έχουν το μειονέκτημα ότι απομονώνουν το πρόβλημα και δεν το εντάσσουν σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Επισφαλής είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην καθαγιασμένη και νόμιμη διεκδίκηση μιας ηθικής αποκατάστασης από τη μια, και την πολιτική χρήση, που καταλήγει εκμετάλλευση, της διεκδίκησης αυτής. Αν και υπογραμμίζει το «προπατορικό αμάρτημα» που διέπραξαν με την ίδρυσή τους οι Ηνωμένες Πολιτείες σε βάρος των μαύρων (και των Ινδιάνων), η Άρεντ δεν διστάζει να κριτικάρει την τάση των Αφροαμερικανών, των θυμάτων, να προσπαθούν να αναμοχλεύσουν τα δικαιολογημένα αισθήματα ενοχής στους απογόνους των καταπιεστών, για να υποκινήσουν την ιδέα μιας «συλλογικής ενοχής» όλων των λευκών αδιακρίτως και να προωθήσουν εντελώς παράλογα αιτήματα.

Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση προσπαθούσε να αποστομώσει αυτούς που την κατηγορούσαν π.χ για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, λέγοντας πως αυτό ήταν έκφραση «αντισοβιετισμού». Από μια ορισμένη άποψη, παρομοίαζε τις κριτικές αυτές με τις επιθέσεις που είχε δεχτεί η Σοβιετική Ένωση πρώτα από τις δυνάμεις της Αντάντ και στη συνέχεια, και χειρότερα, από το Τρίτο Ράιχ- Στα πλαίσια αυτά, όποιος δεν συμμορφωνόταν και υπερέβαλλε, καταγγέλλοντας ανοιχτά την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και παραγνωρίζοντας τη νόμιμη ανάγκη να περιφρουρήσει τα σύνορά της μια χώρα που είχε δεχτεί πολλές επιθέσεις από τους εχθρούς, σήμαινε πως υποστήριζε τους εισβολείς, ακόμη και τον ίδιο τον Χίτλερ! Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Κίνας, που έγινε θέατρο μιας από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η απάνθρωπη συμπεριφορά του εχθρού ξεπέρασε κάθε όριο. Αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο από την πασίγνωστη σφαγή του Νανκίν το 1937, αλλά και από λιγότερο γνωστά περιστατικά: οι άνθρωποι χρησιμοποιούνταν σε πειράματα, σαν να ήταν ζώα, οι Κινέζοι αποτελούσαν ζωντανό στόχο για τους Γιαπωνέζους στρατιώτες που τους κυνηγούσαν να τους σφάξουν με τις μπαγιονέτες. Το Πεκίνο έχει απόλυτα δίκιο εκφράζοντας την έντονη δυσαρέσκειά του επειδή ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Κοϊζούμι παρευρίσκεται τακτικά σε τελετές μνήμης σε ένα νεκροταφείο όπου φυλάσσονται τα οστά όχι μόνο των Γιαπωνέζων που έπεσαν στον πόλεμο, αλλά και των βασικών υπαίτιων αυτής της σφαγής. Κι όμως, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε την άποψη που υποστηρίζει τη συνέχεια ανάμεσα στους σφαγείς και βασανιστές του παρελθόντος και τους εν δυνάμει σφαγείς και βασανιστές του παρόντος, δηλαδή ανάμεσα στην Αυτοκρατορία του Ανατέλλοντος Ηλίου, σύμμαχου του Χίτλερ και του Μουσολίνι, και στη σημερινή Ιαπωνία: στην περίπτωση αυτή θα ξεπερνούσαμε τα όρια που χωρίζουν τη δί­καια διεκδίκηση μιας ηθικής αποκατάστασης από την πολιτική εκμετάλλευση της ενοχής. Οφείλουμε να σεβόμαστε τα όρια αυτά και στη Μέση Ανατολή, όπου ευτυχώς κανείς δεν αποτίει φόρο τιμής στον Χίτλερ, ακόμη κι αν εκδηλώνεται η τάση να επαναπροσδιοριστεί το μέγεθος της φρίκης του εβραϊκού Ολοκαυτώματος ως απάντηση στην πολιτική εκμετάλλευση της ενοχής για την οποία κατηγορείται το Ισραήλ. Συμπερασματικά: Δεν έχει νόημα να ταυτίζει κανείς την αντιισραηλινή στάση και τον αντισιωνισμό που είναι διαδεδομένος στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο, με την παραφροσύνη και το αίσχος που συντελέστηκε στη Δύση σε μια συγκυρία εντελώς διαφορετική από αυτήν που επικρατεί σήμερα στη Μέση Ανατολή. Η παραδοσιακή ιδεολογία της αποικιοκρατίας χαρακτήριζε βάρβαρους τα θύματά της. Σήμερα «βάρβαροι» είναι οι «αντισημίτες».

Μόνο που ενάντια σε όσους θα ήθελαν να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους με τα θύματα, προετοιμάζεται να στραφεί και το εκλεπτυσμένο όπλο μιας άλλης κατηγορίας: αυτής περί του «φιλο-ισλαμισμού»! Η στάση συμφιλίωσης και «κατευνασμού» απέναντι στο Ισλάμ, παρουσιάζεται ως το νέο σύμπτωμα της θανατηφόρας ασθένειας που πλήττει την Ευρώπη: «Από τον αντιαμερικανισμό και την αντιδυτική στάση μέχρι τον φιλο-ισλαμισμό, όλα συνεχίζουν όπως παλιά» (Οριάνα Φαλάτσι). Στον κατάλογο των παλαιότερων κατηγοριών που έχει εξαπολύσει προς κάθε κατεύθυνση η κυρίαρχη ιδεολογία, τώρα προστίθεται και αυτή περί «φιλο-ισλαμισμού».

Comments

Popular posts from this blog

Ντομένικο Λοζούρντο: Για τον μύθο του γερμανικού Sonderweg (2010)

Καρλ Σμιτ: Τι είναι ρομαντικό;

Παναγιώτης Κονδύλης για την ιστορία της Γερμανίας (1993)